Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Κυριακή μεσημέρι μέχρι το απόγευμα

Συνάντησα τον κύριο Φαληρέα πριν λίγο που μένει στο διπλανό διαμέρισμα και μου έπιασε την κουβέντα για την ΑΕΠΙ. Είχε διαβάσει το άρθρο μου στο LIFO.gr και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Με ρωτούσε για πρόσωπα και γεγονότα και όταν τον ρώτησα με τη σειρά μου που και πως τα ήξερε όλα, μου εξήγησε πως κάποτε στο Βόλο είχε συγκρότημα. Όχι στυλ Beatles, αλλά κάτι σε Los Paraguayos, πιο χορευτικό δηλαδή. Συμπαθής τύπος ο Φαληρέας, έχω κι έναν άνθρωπο εδώ μέσα που όποτε τον πετύχω στην είσοδο της πολυκατοικίας ή στη σκάλα, λέμε και καμιά ενδιαφέρουσα κουβέντα. Τις προάλλες είδα τη χήρα του στρατιωτικού, στην απέναντι πόρτα μου, να βγαίνει με πρησμένο μελανό πρόσωπο και το ένα της πόδι νταούλι. ''Έπεσα και χτύπησα, πώς δε σκοτώθηκα...'' μου είπε και εγώ πράγματι έδειξα μεγάλο ενδιαφέρον για την κατάσταση της. Δεν μου πολυαρέσει, ωστόσο, που η εν λόγω, όποτε με πετυχαίνει με freddo καφέ από τον παρακείμενο φούρνο, ρωτάει σαν να παραγνωριστήκαμε: ''Πάλι καφέ απ' έξω; Γιατί δε φτιάχνετε καφέ στο σπίτι σας, κύριε Αντώνη, και ξοδεύετε τα λεφτά σας;'' Δεν δίνω σημασία, μεγάλη γυναίκα είναι και άλλωστε βαριέμαι αφόρητα να μπω στη διαδικασία συζήτησης μαζί της. Σκέφτομαι καμιά φορά που έρχονται σπίτι μου και την αράζουμε και τρώμε και πίνουμε η Κουμαριανού και η Πάολα, πώς αν τις πετύχει στη σκάλα η χήρα του στρατιωτικού, θα νομίζει πως το διαμέρισμα μου είναι άντρο ακατονόμαστων πράξεων! Και που να της εξηγείς μετά...Σαν και μιαν άλλη φορά που βρισκόμασταν στην Πάτρα με την Κουμαριανού και τον Θρασύβουλο για παράσταση. Μπαίνουμε στο ξενοδοχείο, χαιρετάμε τον ρεσεψιονίστ - μπροστά η Εύα ψηλή, επιβλητική, καλοντυμένη και πίσω της εμείς σαν φρικιά της ΚΝΕ. Το ασανσέρ ούτε μισό μέτρο απόσταση από τη ρεσεψιόν! Μόλις μπήκαμε μέσα, κάνω εγώ στην Εύα: ''Τι θα λέει αυτός τώρα, ε; Το τραβέλι ανεβαίνει στο δωμάτιο με τα δύο τεκνά''! Η Εύα γυρίζει, με κοιτάει καλά - καλά και μου λέει φωναχτά: ''Τι λες, βρε μαλάκα; Άι σιχτίρ που περνιέσαι κι εσύ για τεκνό''! Και τότε συνειδητοποιούμε πως ακόμη δεν έχουμε πατήσει το κουμπί ανόδου και πως σίγουρα ο ρεσεψιονίστ άκουσε όλο το διάλογο. Το τι γέλια κάναμε τότε, η Εύα χτυπούσε με γροθιές την καμπίνα του ασανσέρ! Κλαίγαμε κανονικά! Άντε να πάμε και στο Λονδίνο να παίξουμε, που το κανονίζει ο Γιάννης ο Παπαπαναγιώτου, ο καλός μου φίλος, με τον οποίο είχαμε επισκεφτεί τη Marianne Faithfull στο σπίτι της στο Παρίσι κι έχει καλές ''άκρες'' με την Αγγλία, όπως και με το εξωτερικό γενικότερα. Απόψε ήταν να πάμε στην παράσταση του Κραουνάκη, αλλά δεν θα τα καταφέρουμε τελικά εν όψει Πρωτομαγιάς. Η Μαρίζα, που την περίμενε ο Σταμάτης, έφυγε για Καλαμάτα, κι έτσι είπαμε να πάμε οπωσδήποτε την ερχόμενη εβδομάδα. 
Αγόρασα και καινούργιο κινητό Samsung, που μου το έκλεψαν το άλλο πριν από δύο εβδομάδες και κυκλοφορούσα με μια μπαχατέλα του εικοσάρικου (ευρώ). Το πήρα σε αρκετά χαμηλή τιμή από έναν Πακιστανό σε μαγαζί της Αχαρνών. Μάλιστα, την ώρα που κοίταγα διάφορα μοντέλα, μπήκαν μέσα δύο κλεφτρόνια, του έδειξαν ένα κινητό ίδιο με το δικό μου το κλεμμένο και τον ρώτησαν αν το θέλει και πόσα δίνει. Δεν μού'κοψε εκείνη τη στιγμή να τους ακολουθήσω, μόλις ο μαγαζάτορας τους έδιωξε - μην τον πούμε και κλεπταποδόχο, κατάλαβες; - και να τους ρωτήσω: ''Πόσο το δίνετε; Έχω 40 ευρώ, τα θέλετε;'' Ντράπηκα, δεν το έχω ξανακάνει και σ' αυτά τα πράγματα πρέπει νά'σαι γρήγορος. Τέλος πάντων, σε γενικές γραμμές είμαι ευχαριστημένος με το νέο μου κινητό, μόνο που δεν το διαβάζει το λάπτοπ μου, όταν το συνδέω με USB. ''Να μου το φέρεις να το αναβαθμίσω'' σύστησε ο Πακιστανός που του το πήγα χθες, απειλώντας τον εν μέρει πως αν δεν ''φτιάξει'', θα πάρω πίσω τα λεφτά μου. Βαριέμαι απίστευτα τις Κυριακές που δεν γίνεται τίποτα. Γενικά βαριέμαι, το ξανάγραψα. Θα ήθελα να ήμουν πλούσιος, να έβγαζα πολλά χρήματα και κάθε Παρασκευοσαββατοκύριακο να πεταγόμουν μέχρι το Άμστερνταμ ή το Βερολίνο. Εκεί να δεις ερημιά τις Κυριακές...Τουλάχιστον θα έκανα βόλτες εξεύρεσης άγνωστων τοποθεσιών, θα χανόμουν μεσ' στους ανθρώπους, θα χρησιμοποιούσα τα τρόλεϊ τους και θα σταμάταγα συχνά σε πολλά διαφορετικά καφέ. Που τέτοια τύχη. Μένει να μας τρώει ο Άγιος Παντελεήμονας τις Κυριακές, τα περίπτερα που δεν φέρνουν εφημερίδες - ποιος να τις διαβάσει; Ο Πακιστανός ή η Ρουμάνα με το τσεμπέρι; -, τα καφέ που θέλουν πλύσιμο, τα ερημικά φαγάδικα και τα ρωσικά μπακάλικα. Διάλειμμα τώρα...Αύριο Πρωτομαγιά, εργατική υποτίθεται, σε μια χώρα που η ανεργία έχει ξεπεράσει κάθε ανεκτό όριο. Ανεκτό όχι από την Πολιτεία, αλλά από τους υπηκόους της...
* Στο βίντεο του post, ο Βασίλης Λέκκας αποδίδει το τραγούδι ''Κυριακή απόγευμα'' του Χρήστου Κυριαζή, κατά τη διάρκεια των Α' Αγώνων Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας (1981). Διευθύνει ο Μάνος Χατζιδάκις.  

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Στον απόηχο της συνέντευξης με τη Λίνα Νικολακοπούλου στη LIFO

Έσκισε, όπως ήταν αναμενόμενο, η συνέντευξη - ποταμός της στιχουργού Λίνας Νικολακοπούλου στη LIFO. Το ίδιο καλά πήγε και στην έντυπη έκδοση, μια και έλαβα πολλά μηνύματα από ανθρώπους, οι οποίοι πήραν την εφημερίδα και διάβασαν την πιο συντομευμένη βερσιόν της συνέντευξης. Την επόμενη μέρα μού τηλεφώνησε και η Λίνα αυτοπροσώπως για να μ' ευχαριστήσει για την τόσο ζωντανή κουβέντα που είχαμε και που σίγουρα θα μου έβγαλε την...πίστη για να την απομαγνητοφωνήσω. Κι η αλήθεια αυτή είναι! Περιέργως, όμως, ίσως είμαι από τους λίγους δημοσιογράφους που γουστάρουν την απομαγνητοφώνηση και ακόμα δεν έχουν καταφύγει σε ηλεκτρονικά προγράμματα μεταφοράς του ήχου στο χαρτί κ.λπ. Μου έλεγε η Λίνα πως της τηλεφωνούσαν φίλοι της που της έλεγαν ότι η συνέντευξη έμοιαζε σαν να κάθονταν κι αυτοί δίπλα μας σε κάποιο τραπεζάκι και μας άκουγαν. Το πιο συγκινητικό πάντως της τό'γραψε ο φίλος, συνεργάτης και έτερον καλλιτεχνικό της ήμισυ, Σταμάτης Κραουνάκης: ''Η συνέντευξη αυτή είναι ένα μάθημα με πολλούς αποδέκτες''! Πάμε γι' άλλα, λοιπόν, με τη Λίνα μας περιμένουν πολλά εν όψει της έκδοσης με τα στιχουργικά της άπαντα, απ' ότι μού'πε η ίδια δηλαδή. Για την ώρα μπορείτε εδώ να διαβάσετε τη συζήτηση μας, όπως αναρτήθηκε στον ιστότοπο της LIFO:
http://www.lifo.gr/print/athinaioi/142433

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Ανία

Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την ανία ή και την αεργία - όπως θέλετε, πείτε το. Ειδικά για έναν άνθρωπο που καταπιάνεται με πολλά και διαφορετικά πράγματα, σαν και του λόγου μου, η βαρεμάρα έρχεται σε ανύποπτες στιγμές και τον παίρνει και τον σηκώνει χωρίς κανένα έλεος. Είναι άλλο να λες θέλω επειγόντως διακοπές και άλλο να δουλεύεις καθημερινά σα να είσαι σε διακοπές. Θέλω να πω πώς το να χαίρεσαι τη δουλειά σου είναι σαφώς το σημαντικότερο όλων, πίσω απ' αυτό όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος της ανίας - μιας ανίας πολύ πιο επώδυνης συγκριτικά με άλλους επαγγελματίες. Κατηφόρισα πριν λίγο την Αχαρνών, λόγου χάριν. Τι ανία να πιάσει τη Βουλγάρα που πουλάει πλαστικά καρεκλάκια και μωρομάντιλα, καθισμένη κάθε μέρα στο ίδιο σημείο με το φραπέ στο χέρι; Γιατί, επίσης, να νιώσουν δυσφορία τα κορίτσια στο φούρνο απέναντι που κουβαλάνε τα γλυκά στις τάψες και τα καρβέλια στις τάβλες; Ποιες αρνητικές σκέψεις να πιάσουν τον περιπτερά που σε 24ωρη βάση βρίσκεται κρυμμένος στο κουτί του; Μα, καλά, πότε κοιμάται αυτός ο άνθρωπος; Απορώ...Από μία άποψη, έως και τους ζηλεύω όλους αυτούς. Ίσως αν δεν ήμουν οριακή προσωπικότητα, όπως απεφάνθη προ ετών ένας ψυχίατρος, να χαιρόμουν πιο πολύ τη ζωή μου. Να μην ανέβαινα με την πρώτη στα ουράνια και νά'πεφτα, πάλι με την πρώτη, στα τάρταρα. Να μην έλεγα τη μία ''Ωραία, σήμερα έχουμε αυτό να φέρουμε εις πέρας'' και την άλλη ''Χάλια, σήμερα δε θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι μου''. Και ποιος να σε καταλάβει σ' όλο αυτό; Το πολύ - πολύ να σε χαρακτηρίσει σπουδαιοφανή και ματαιόδοξο (στην καλύτερη) ή και να σε λυπηθεί (στη χειρότερη). Να σε λυπηθεί που δεν είσαι ''σαν τα ζα'', πού'λεγε κι ο Ελύτης, ''γράμματα να μην ξέρεις''. Τα γράμματα και η παιδεία είναι θέμα εσωτερικό του καθενός και δεν πρέπει να γίνεται θέμα προς μελέτη - συζήτηση - κριτική από κανέναν άλλο. Γκώσαμε κι από τους γιαλατζί διανοούμενους, τους παπάρες, που νομίζουν πως κάτι κάνουν ή κάτι είναι, επειδή βλέπουν την κοινωνία εξ αποστάσεως. 
Και ποιος έχει χεσμένους όλους αυτούς που εγώ συναναστρέφομαι μέσα από τη δουλειά μου, την ώρα που ο Πακιστανός στο ψιλικατζίδικο μού δείχνει περιχαρής τη μηχανή του καφέ που αγόρασε για να παίρνω απ' αυτόν τον freddo μου μαζί με τα τσιγάρα μου; ''Να μην είσαι άπληστος'' τον συμβούλεψα το πρωί, ''δουλειά πολλή έχεις, λεφτά βγάζεις, άσε να κονομήσει και κάνα άλλο μαγαζί δίπλα σου''...Με κοιτούσε παράξενα και δεν το κόβω να έπιασε 100% αυτό που του είπα. Πάντως είναι καλά παιδιά σε γενικές γραμμές αυτοί οι Πακιστανοί. Ολόκληρη οικογενειακή επιχείρηση έχουν στήσει απέναντι από'να μπουρδέλο στη Φυλής, αυτός,η γυναίκα του, ο αδερφός του και διάφοροι άλλοι συγγενείς τους, το ίδιο ευγενικοί και εξυπηρετικοί. Συχνά όταν πετάγομαι συνήθως για τσιγάρα, παρακολουθώ πόσο τους καλομιλάνε οι άλλοι και κυρίως οι γυναίκες. Σε μία ηλικιωμένη κυρία, μάλιστα, απ' αυτές που θα μπορούσαν να λένε ότι η Βικτώρια μετατράπηκε από στέκι μεγαλοαστών σε άντρο μεταναστών, καλοντυμένη και περιποιημένη, της δίνουν καρέκλα και συζητάει για ώρα μαζί τους. Της φτιάχνουν και τσάι κιόλας, απ' αυτά τα ωραία που έχουν με τις φρουτώδεις γεύσεις. 
Έχασα και τη λαϊκή την περασμένη Τετάρτη. Το χάσιμο μου για μισή ώρα τουλάχιστον μέσα σε ένα πλήθος λαϊκού κόσμου που ψωνίζει από αγγούρια και πατάτες μέχρι σώβρακα και φόρμες και που περπατάνε όλοι τους ανέκφραστοι σα στρατιές από νοικοκυραίους. Μέσα εκεί σα να είδα μιαν άλλη Τετάρτη να ψωνίζει η Άννα Φόνσου και ο Λεφτέρης Πούλιος ο ποιητής. Ντομάτες η μία, χόρτα βλήτα ο άλλος. Ειδικά τον Πούλιο τον φαντάζομαι να γράφει κάτι στη μικρή κουζίνα του μέχρι να βράσουν τα χόρτα του. Θα τους βάζει και λεμόνι από πάνω; Ποιος ξέρει; Αλλά πάλι, γιατί εγώ δεν τον πέτυχα και στα λεμόνια, αλλά χάθηκε ξαφνικά μέσα στο ανθρώπινο πλήθος; Μια μέρα θα ζητήσω από έναν πωλητή της λαϊκής να κάτσω εγώ πίσω απ' τον πάγκο του. Θα του δώσω ένα δεκάευρω - μια χαρά θα τού'ρθει, εδώ παίρνεις μισό κιλό χόρτα με πενήντα λεπτά - και θα αρχίσω να φωνάζω με όλη μου τη δύναμη: ''Εδώ τα καλά ψάρια, τα καλά χόρτα, τα καλά λεμόνια, το καλό καστανόχωμα, τα καλά φασόλια, τα καλά βιβλία, οι καλοί δίσκοι, οι καλές ταινίες, τα καλά ποιήματα, τα καλά σκουπόξυλα, οι καλές συνεντεύξεις, τα καλά καβούρια! Διαλέχτε! Διαλέχτε! Ίσα που προλαβαίνετε προτού μας σκοτώσει όλους η πλήξη και η ανία''...

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

B18

Το B18 είναι ένα λεωφορείο που με έχει στοιχειώσει, όχι μόνο εδώ και μία δεκαετία περίπου που άφησα το Κερατσίνι και ζω στην Αθήνα, αλλά και από τα πολύ νεανικά μου χρόνια, τότε που το λέγαμε ''Πράσινο'' ή ''του Περάματος''. Παλιότερα το παίρναμε από την Ομόνοια, μετά πήγε πιο κάτω, στην Κουμουνδούρου, και σήμερα έχει χωθεί κάπου μεταξύ Ομόνοιας και Κουμουνδούρου, σε ένα δρόμο γεμάτο από τα μπακάλικα των Πακιστανών και τις εξαθλιωμένες πολυκατοικίες, στα διαμερίσματα των οποίων λέγεται ότι στοιβάζονται κορίτσια για πούλημα. 
Στη στάση του B18 σε χτυπάνε μυρωδιές από τζίντζερ και κάρι. Υπάρχει ένα τριτοκοσμικό κλίμα κατά τη διάρκεια της αναμονής του που δεν θα το συναντούσες σε μια στάση λεωφορείου για την Κηφισιά, πόσο μάλλον της Κηφισιάς, λόγου χάριν. Ευτυχώς έρχεται και σε παίρνει άμεσα, γεμίζει και φεύγει. 
Παρακάτω, στο ύψος της Κουμουνδούρου, επιβιβάζονται όλα τα πρεζάκια της Β' Πειραιώς που ανέβηκαν στην Αθήνα για να ''γίνουν'' και να επιστρέψουν μετά στα φτωχόσπιτα της Νίκαιας και του Περάματος. Σα να βλέπω τις μανάδες τους απηυδισμένες να πλένουν ρούχα στη σκάφη - εικόνα μιας Ελλάδας του '50 που τα τέκνα της δεν έψαχναν για πρέζα, αλλά για δουλειά. Συχνά όλο και κάποιο πρεζάκι θα πιάσει θέση δίπλα μου κι εγώ διακριτικά θα βάλω το χέρι στην τσέπη να έχω έλεγχο του κινητού τηλεφώνου μου. Παίζει να μου ζητήσει και τσιγάρο σαν δει το πακέτο να εξέχει από καμιά τσέπη. Τις προάλλες καθόταν ένα ζευγάρι στις θέσεις, δίπλα μου αυτός και απέναντι μου αυτή. Μιλούσαν με την αργόσυρτη εκφορά στο λόγο τους και ένα χαμένο βλέμμα, έδειχναν ερωτευμένοι ή κατ' ανάγκην ''μαζί''. Σχεδίαζαν να κλέψουν το πλυντήριο απ' τη μάνα του για να το πουλήσουν σε έναν άλλο φίλο τους. Κακό πράγμα η πρέζα, η απόλυτη ξεφτίλα, ρε γαμώτο, η καταστροφή της ανθρώπινης υπόστασης και αξιοπρέπειας. 
Στο B18 επιβιβάζονται και δραπέτες των φυλακών. Πάνε πολλά χρόνια που ένα μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι κιόλας, στο ύψος των φυλακών Κορυδαλλού, ο οδηγός σταμάτησε το λεωφορείο σε σημείο άσχετο. Οι πόρτες άνοιξαν, όρμηξαν μέσα δύο μαυροντυμένοι μπάτσοι, άρπαξαν απ' το λαιμό έναν τύπο που καθόταν μόνος του πίσω - πίσω και άρχισαν να τον χτυπούν με τον πιο βάναυσο τρόπο. Τον έσυραν σαν σακί έξω, μα κανείς δεν τόλμησε να πει κουβέντα απ' όλους όσοι βλέπαμε αυτό το περιστατικό αποσβολωμένοι. Δραπέτης των φυλακών ήταν! Το μάθαμε από τον οδηγό, που είχε πάρει εντολή από ώρα πριν για το που ακριβώς θα ''παρέδιδε'' τον κακοποιό επιβάτη του. 
Στο B18 γίνονται και εξορκισμοί. Προχθές, που το ξαναπήρα για να κατέβω στο πατρικό μου, μπήκαν μέσα μια μάνα με βαμμένα κόκκινα μαλλιά που έσερνε στο αναπηρικό καροτσάκι το διανοητικά ανάπηρο παιδί της. Μαζί τους είχαν και μια καλόγρια. Το παιδί που μπορεί να ήταν και 20 ετών, έδειχνε όμως σαφώς μικρότερο, κοιτούσε στο κενό με τα μάτια του αλλοιωμένα από τον στραβισμό. Σκίστηκε η καρδιά μου βλέποντάς το να υπάρχει ανάμεσα μας σαν να ήταν κάποιο οικόσιτο ζωάκι που το έβγαζαν βόλτα. Κοιτούσα μία αυτό, μία τη μάνα που χαμογελούσε και κάτι έλεγε με την αδιάφορη καλόγρια. Πως ζει η μάνα αυτή; Πως έκανε συνήθεια το δράμα της; Πως το βάζει αυτό το παιδί κάθε βράδυ για ύπνο; Πότε λυγίζει από ανημπόρια κι η ίδια και τσακίζεται στο κλάμα για την ατυχία της; Την παρηγορούσε φωναχτά η καλόγρια. Της μιλούσε για τους Τρεις Ιεράρχες και κάτι άλλες χαζομάρες. Της έλεγε ιστορικά ντοκουμέντα για το καλό που κάνει η πίστη. Σε μια φάση, έχοντας μπει πια στην Πέτρου Ράλλη, η καλόγρια έβγαλε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό και τον ακούμπησε στο μέτωπο του παιδιού που δεν αντιδρούσε καθόλου. Η μάνα με τα κόκκινα μαλλιά - σηκώνει κοκεταρίες το δράμα; - υποδείκνυε στο άρρωστο σπλάχνο της να κάνει υπομονή μέχρι να φτάσουν στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου και να το ''διαβάσουν'' οι καλόγριες. Καμία αντίδραση κι αυτό. Μόνο τα μάτια του κοιτούσαν προς πάσα κατεύθυνση και μύξες έτρεχαν απ' τα ρουθούνια του.
Στο B18 ξέρω καλά πια τι γίνεται. Είναι μια μικρογραφία της πιο άσκημης Ελλάδας. Μιας Ελλάδας δίχως ίχνος γοητείας, χτυπημένης από όλα τα δεινά ενός χαλασμένου κοινωνικού ιστού. Φαντάζομαι να ανοίξουν οι πόρτες κάποτε, εν μέσω της γνωστής διαδρομής, να μπουκάρουν μέσα πυροσβέστες με μάνικες και να αρχίσουν να μας καταβρέχουν όλους, έτσι που να τιναζόμαστε με ορμή και να χτυπάμε με δύναμη ο ένας πάνω στον άλλον. Υπάρχει κι η άλλη λύση, βέβαια. Να μη φτάσει κανείς από μας στον προορισμό του. Να αυξήσει ταχύτητα ο οδηγός και να ρίξει το ογκώδες όχημα του στη θάλασσα να πνιγούμε όλοι άγνωστοι μεταξύ μας, άνεργοι, πρεζάκια και θεούσες καλόγριες, μα να μη βρεθεί ούτε ίχνος μας που θα δώσει θέμα στα κανάλια την επόμενη.
Στο B18 να μην επιβιβάζεστε δίχως γνώση και επίγνωση. Αν πηγαίνετε κάπου επίσκεψη στη Β' Πειραιά με γλυκά και λουλούδια στο χέρι, προτιμήστε ταξί ή έστω ένα άλλο λεωφορείο. 
Στο B18 η ζωή δεν αστειεύεται.
Στο B18 μετράμε τα χρόνια προς τα πίσω, βρίζοντας το παρόν και φτύνοντας το ανύπαρκτο μέλλον.
Στο B18 δεν διαβάζουμε ποτέ βιβλία σαν κάτι σικ φοιτήτριες στο μετρό.Κρατάμε σακούλες μόνο απ' τα LIDL.
Στο B18 πεθαίνουμε απ' την ώρα που γεννιόμαστε ερήμην μας.

Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου έρχεται στη LIFO της επόμενης εβδομάδας!

Την ερχόμενη Τετάρτη κυκλοφορεί το φύλλο της LIFO με τη στιχουργό Λίνα Νικολακοπούλου Αθηναία της Εβδομάδας. Είναι η πρώτη συνέντευξη που μου δίνει η σημαντικότερη Ελληνίδα στιχοπλόκος, αν και η γνωριμία - συνεργασία μας μετράει από το 2009, τότε δηλαδή που της είχα ζητήσει να μας δώσει στίχους για το τραγούδι τίτλων τέλους του ντοκιμαντέρ Οδύσσειες σωμάτων - Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο (σε μουσική Ηλία Λιούγκου και σε ερμηνεία Παντελή Θεοχαρίδη). Δίχως ίχνος έπαρσης, σας λέω ότι η συνέντευξη που θα διαβάσετε άνετα θα χαρακτηριζόταν ιστορικής σημασίας. Μία Λίνα Νικολακοπούλου συγκινητική, εξομολογητική, λαλίστατη για όλους και για όλα: Τη σχέση ζωής της με τον Σταμάτη Κραουνάκη, το πέρασμα της από τον κινηματογράφο ως μοντέζ negative, τους γονείς της, τα φοιτητικά της χρόνια, το χρονικό όλων των μεγάλων επιτυχιών της, τη φιλία της με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τη γνωριμία και εκ των υστέρων ''συνεργασία'' της με τον Μάνο Χατζιδάκι, την απρόβλεπτη συνάντηση της με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, αλλά και τον ''τοίχο'', στον οποίο ''κόλλησε'' μετά το 2000 με την παντοκρατορία των τραγουδοποιών. Επίσης, την άποψη της για τα νεότερα παιδιά, το τρίο Μποφίλιου - Ευαγγελάτος - Καραμουρατίδης, καθώς και τα σχέδια της για τον επικείμενο δίσκο της με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Την ίδια μέρα, την Τετάρτη αυτή δηλαδή, η συνέντευξη θα αναρτηθεί και στον ιστότοπο της LIFO. Υπομονή όλοι μας - κι εγώ μαζί σας! 
* Photos: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Η επάνοδος στη δισκογραφία του Χρήστου Λεοντή με ένα συγκλονιστικό άλμπουμ

Άκουγα χθες βράδυ τον καινούργιο δίσκο του συνθέτη Χρήστου Λεοντή που μου παρέδωσε ο συνεργάτης και παραγωγός του τα τελευταία χρόνια, Θανάσης Συλιβός, με τον Μετρονόμο του. Σκεφτόμουν πως τίποτα δεν είναι τυχαίο κι εδώ αναφέρομαι στο γιατί κάποιοι συνθέτες θεωρούνται και είναι μεγάλοι! Σαν νά'σαι σε μία έρημο - του άνυδρου δισκογραφικού τοπίου εν προκειμένω - και ξαφνικά πέφτεις πάνω σε μία όαση. Η ''Φλόγα που καίει'' με το βιβλικών προεκτάσεων εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο Στάθης Δ. Λεοντής είναι ένας κύκλος δεκατριών τραγουδιών που, ακούγοντάς τα, θυμάσαι με νοσταλγία τις ''Παραστάσεις'' και το ''Αχ Έρωτα'', τα δυο θρυλικά έργα του συνθέτη από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Κι αν εδώ δεν υπάρχουν πια οι ''κοτζαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες'' που ''κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα'' (ή μήπως υπάρχουν;), αν δηλαδή ο Μήτσος Ευθυμιάδης λείπει απ' τη ζωή μαζί με τον αιρετικό αριστερό του λόγο, υπάρχουν οι στίχοι του Δημήτρη Λέντζου, μόνιμου συνεργάτη του Λεοντή, που μιλάνε όλο ευαισθησία και λυρισμό για το προσφυγικό - μεταναστευτικό ζήτημα. 
Ο συνθέτης Χρήστος Λεοντής και ο στιχουργός της ''Φλόγας που καίει'', Δημήτρης Λέντζος
Πόσος λυρισμός άραγε χωράει εκεί που οι βάρκες βουλιάζουν και η θάλασσα γίνεται τάφος; Πότε η ποίηση σταματά μπροστά στην απόλυτη τραγωδία; Ή μήπως η ποίηση - στιχουργία οφείλει να θυμίζει τις υποβαθμισμένες, δυστυχώς, ουμανιστικές αξίες; Ο Λέντζος το κατάφερε απόλυτα το τελευταίο, παραδίδοντας τον πιο ώριμο κύκλο στιχουργημάτων του, μελοποιημένων στιβαρά από τον Λεοντή. Μπαλάντες και λαϊκότροπες συνθέσεις που φέρουν 100% την υπογραφή του πιο ''γλυκού'' μελωδού που γνώρισε το ελληνικό τραγούδι μετά τον Μάνο Χατζιδάκι. Διότι, αν ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο άλλος βέρος Κρητικός συνθέτης ασχολήθηκε εκτενώς με το ριζίτικο, ο συντοπίτης του, Λεοντής, εξέφρασε το ενετικό στοιχείο σαν ένας Αναγεννησιακός δημιουργός - τροβαδούρος - συνθέτης (θα μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό, δίπλα στο όνομα του Λεοντή, να προσθέσω κι αυτό του Μάνου Αβαράκη στη φυσαρμόνικα, που συνοδεύει για δεκαετίες τις μελωδίες του). Ως βασικές φωνές του δίσκου επιλέχθηκαν δύο άντρες ερμηνευτές, ο ένας πιο γνωστός και ο άλλος πιο άγνωστος: Ο Θοδωρής Βουτσικάκης και ο Αλέξανδρος Τσιωνάς, σε έξι κομμάτια ο πρώτος και σε άλλα πέντε ο δεύτερος. 
Ο Θοδωρής Βουτσικάκης
Ο Βουτσικάκης που αυτή τη στιγμή διάγει την πιο δημιουργική του περίοδο (αρκετές δισκογραφικές συμμετοχές και συνεργασία με τη Λίνα Νικολακοπούλου) με τις μοναδικές ''ψηλές'' του τενόρου, συγκλονίζει πραγματικά σε τραγούδια σαν το ''Για μιαν Ιθάκη'' ή την ''Κόκκινη κραυγή'', για την οποία ένας πιο αδαής ακροατής θα ισχυριζόταν πως ο Λεοντής έγραψε έως και ροκ, όσο ''ροκ'' μπορεί να χαρακτηριστεί ένας διονυσιασμός αρχαιοελληνικού τύπου! 
Ο Αλέξανδρος Τσιωνάς
Ο Τσιωνάς, απ' την άλλη, παραπέμπει στις ερμηνείες του Μανώλη Μητσιά για τα προαναφερθέντα παλιότερα έργα του συνθέτη. Ένας νέος καλλιτέχνης που θα έκανε άνετα μεγάλη καριέρα λαϊκού τραγουδιστή, μεγαλύτερη ενδεχομένως απ' άλλους κι άλλους ''λαϊκούς'' της σημερινής πρώτης γραμμής. Μπράβο, πάντως, στο δίδυμο Λεοντής - Λέντζος που τον συμπεριέλαβαν στη δουλειά αυτή, εκεί που θα μπορούσαν να έχουν προσλάβει τον οποιοδήποτε ερμηνευτή. 
Η Ιωάννα Φόρτη
Άφησα για το τέλος την Ιωάννα Φόρτη, επίσης μόνιμη συνεργάτιδα του συνθέτη τα τελευταία χρόνια. Στη Φόρτη δόθηκαν δύο τραγούδια, το ''Κάτασπρο γιασεμί'' και η ''Σιταρήθρα'' (να, με έβαλε ο Λέντζος και έψαχνα να δω τι είναι αυτή η σιταρήθρα - για είδος πτηνού πρόκειται). Έχω την αίσθηση πως το ''Κάτασπρο γιασεμί'' είναι μία ευφυέστατη ανακύκλωση του αριστουργηματικού ''Νανουρίσματος'' των F. G. Lorca - Χ. Λεοντή - Λευτέρη Παπαδόπουλου, που σφράγισε μια φορά κι ένα καιρό η Τάνια Τσανακλίδου (αλλά και η Φλέρυ Νταντωνάκη εκτός δισκογραφίας, βέβαια). Μία μπαλάντα - αριστούργημα με την απόλυτη ερμηνεία από τη Φόρτη, ικανή να πάρει όλο το λεγόμενο ραδιοφωνικό  air play του δίσκου! Ας είναι! Με την ευχή να ακουστεί ο δίσκος αυτός, θα έκλεινα την κριτική μου λέγοντας πως επιτέλους έχουμε στα χέρια μας έναν σημαντικό κύκλο ελληνικών τραγουδιών. Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν πρόκειται και για τον σημαντικότερο της τρέχουσας χρονιάς. 
* Οι δυο μας πήραμε το μεγάλο το δρόμο/ εμείς θ' αλλάξουμε κάποια μέρα τον κόσμο/ όλα τα πλούτη μας σ' ένα δισάκι/ όλα τα δώσαμε για μιαν Ιθάκη...
Δημήτρης Λέντζος 

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Μια μικρή μεγάλη συζήτηση με τον Λάζαρο Αντωνιάδη, νέο στιχουργό από τη Θεσσαλονίκη

Του τη χρωστούσα μία συνέντευξη του στιχουργού από τη Θεσσαλονίκη, Λάζαρου Αντωνιάδη, αφενός διότι εκτίμησα τόσο τη δουλειά του, όσο και το πώς τη διαχειρίζεται δημοσίως, αφετέρου διότι καλό είναι να δίνεται ένα βήμα και σε νέους καλλιτέχνες, ανεξαρτήτως της εξέλιξης της πορείας τους μέσα στα χρόνια. Ο Αντωνιάδης βρίσκεται στην Αθήνα αυτές τις μέρες εν όψει της παρουσίασης του δίσκου Στων άγιων τα νερά που κυκλοφόρησαν πρόσφατα μαζί με τον συνθέτη Χάρη Γκατζόφλια και έξι διαφορετικούς ερμηνευτές. Σε ένα σύντομο πέρασμα του, λοιπόν, είχαμε μία μικρή, αλλά ενδιαφέρουσα - πιστεύω - συζήτηση, η οποία αξίζει να δημοσιοποιηθεί. Έτσι, για να γνωρίσετε κι εσείς ένα νέο άνθρωπο που, χωρίς να λέω μεγάλες κουβέντες, ενδέχεται στο άμεσο μέλλον να απασχολήσει τη στιχουργική στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι!
Ο συνθέτης Χάρης Γκατζόφλιας και ο στιχουργός Λάζαρος Αντωνιάδης, οι δημιουργοί του δίσκου στων άγιων τα νερά
Θα είμαι εξ αρχής συγκεκριμένος: Παρακολουθώ στα social media διάφορους ποιητές -στιχουργούς ή σκέτο ποιητές ή σκέτο στιχουργούς, που έχουν καβαλήσει ένα καλάμι από δω ίσαμε τη Θεσσαλονίκη, την πόλη σου. Αυτό δεν ισχύει με σένα που κάνεις σχεδόν ασκητικά τη δουλειά σου, θα μου επιτρέψεις.
Παρ' ότι κατεβαίνω συχνά από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, σαφώς πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να έχουν έπαρση, διότι δεν κάνουμε τίποτα σπουδαίο, ούτε είμαστε κάτι ιδιαίτερο. Προσπαθούμε απλά να εκφραστούμε μέσα από το τραγούδι και μέσα από τον γραπτό λόγο, όσοι γράφουμε στίχους, αλλά και να αλλάξουμε - όσο είναι εφικτό - την πλειονότητα ή ένα μικρό μέρος του κόσμου.
Ποια είναι τα ερεθίσματα για έναν στιχουργό;
Να μπορέσει να αποτυπώσει όλες αυτές τις σκέψεις που τον απασχολούν κοινωνικά και πολιτικά, πέρα από το συναισθηματικό του κόσμο. Πρόκειται για μία κατ'εξοχήν μοναχική διαδικασία, ακόμη κι αν δίνει στίχους του σε ένα συνθέτη ή το αντίστροφο, να πάρει αυτός δηλαδή μία μελωδία. Όλο αυτό  γίνεται μέσα στη μοναξιά του, ανεξαρτήτως αν θα ενδιαφέρει εν συνεχεία πολύ κόσμο. Όλα τα τραγούδια που εγώ έχω γράψει είναι μέσα σε λεωφορεία, σε τρένα και σε σταθμούς. 
Λάζαρε, πιστεύεις, είσαι όχι ακριβώς θρησκευόμενος, αλλά σίγουρα χριστιανός. Αυτή είναι μία καλή όψη του ''νομίσματος'', αν σε έχει ωθήσει στην ταπεινότητα που λέγαμε.
Συμφωνώ εν μέρει. Όλα ξεκινάνε από την οικογένεια και από τις βάσεις που σου έχει δώσει. Σημαντικά επίσης ο περίγυρος σου και οι άνθρωποι που κάνεις παρέα. Όταν οι παρέες σου έχουν συγκεκριμένους στόχους, αυτό σίγουρα σε επηρεάζει. Και η θρησκεία παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη δουλειά μου - αρκετά κομμάτια μου αναφέρονται σε θρησκευτικά σημεία. Από τη μια αυτό θέλω να το δείχνω, απ' την άλλη θέλω να το κρύβω, γιατί θεωρώ τη θρησκεία προσωπικό βίωμα που καλό είναι να εκφράζεται μόνο μέσα σου. Τη σχέση σου με τον Θεό είναι καλύτερα να μην την εξωτερικεύεις ώστε να μη φτάσεις στο σημείο ''ψηφοθηρίας''. Να λες ''Εγώ πιστεύω'' για να έρθουν έτσι κοντά σου άλλοι πέντε - δέκα πιστοί. 
Αυτή είναι λογική πολιτικάντη, όχι καλλιτέχνη.
Νομίζω ότι μπορεί να πιάσει και καλλιτέχνες...
Πες ένα παράδειγμα.
Όπως, για παράδειγμα, ο Γαϊτάνος που ασχολείται καθαρά μ' ένα θρησκευτικό τραγούδι, επηρεάζοντας πάρα πολύ το κοινό. 
Τουλάχιστον ο Γαϊτάνος, αυτό που πιστεύει και αυτό που είναι, αυτό κάνει. Εννοώ πως είναι εξαφανισμένος έντεκα μήνες το χρόνο και σκάει κάθε Πάσχα, κάθε Απρίλιο ή Μάιο. Ειλικρινής στάση, μας αρέσει - δεν μας αρέσει.
Δεν διαφωνώ, απλά εγώ διαχώρισα τη στάση μου από τη στιγμή που υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχείο και στη δική μου δουλειά. Δε μιλάω για αλληλεγγύη, αγάπη και αυτές τις έννοιες, αλλά έως και για κομμάτια από τη Βίβλο ή συγκεκριμένα ''περιστατικά'', όπως τη Σταύρωση και κατ' επέκταση τη Θυσία του Ανθρώπου μεσ' στην πορεία της ζωής...
Κάνατε έναν ωραίο δίσκο με τον συνθέτη Χάρη Γκατζόφλια. Πόσο καιρό δουλέψατε από κοινού τα τραγούδια;
Ξεκινήσαμε το καλοκαίρι του 2014, τότε γράφτηκε το πρώτο τραγούδι, αλλά ο δίσκος έχει λίγους μήνες που κυκλοφόρησε. Όταν φτιαχνόταν η δουλειά, είπαμε να πάμε στους Αγώνες της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Δεν μας πήραν, αλλά κι εμείς πήραμε την απόφαση να συνεχίσουμε με έναν ολόκληρο κύκλο τραγουδιών, αφού μας αρέσει να δουλεύουμε μαζί. Έτσι, φτιάχτηκαν αρχικώς έξι κομμάτια, ήρθε και μας βρήκε μετά η Κική Τσαλίκη και μας ζήτησε ακόμη ένα. Αποφασίσαμε να μπει κι αυτό στο CD κι έτσι τα τραγούδια έγιναν επτά. 
Τα οποία όμως αποδόθηκαν από έξι διαφορετικούς ερμηνευτές. Γιατί όχι ένας;
Πιστεύαμε ότι τα τραγούδια αυτά δεν ταίριαζαν σε ένα τραγουδιστή. Αν υπήρχε η αίσθηση του ενός δίσκου με έναν τραγουδιστή, τότε θα έπρεπε και τα κομμάτια όλα να ταίριαζαν απόλυτα στη φωνή του. Υπήρχε η σκέψη αυτή, αλλά κυρίως θέλαμε έναν πολυφωνικό ήχο, να συστηθούμε δηλαδή ως ικανοί για ένα βαλσάκι, μία μπαλάντα και - γιατί όχι; - ένα παραδοσιακό καλαματιανό. Αυτό όλο φυσικά καθοδηγείται από τον συνθέτη και όχι από τον στιχουργό. 
Μίλησες πριν για ένα δούναι και λαβείν μεταξύ στιχουργού και συνθέτη. Στη δική σας περίπτωση, ποιος δούλεψε πρώτος με την πρώτη ύλη του άλλου;
Ο Γκατζόφλιας παίρνει στίχους από μένα, διαλέγει ότι του αρέσει και γράφει τις μουσικές του. Έχει γίνει και μια προσπάθεια για το αντίθετο, αλλά δε βγήκε πολύ επιτυχημένο. Άρα κατά βάση ο Χάρης μελοποιεί στίχους μου.
Πάλι καλά, πάντως, που ως ανεξάρτητη παραγωγή βγήκατε από τον Μετρονόμο του Θανάση Συλιβού.
Όντως, η παραγωγή ήταν ανεξάρτητη, αλλά κυκλοφόρησε σε βιβλίο - CD από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Επιλέξαμε την αισθητική του ασπρόμαυρου, ναι μεν του παλιού, που δείχνει όμως κάπως σοβαρό και ξεφεύγει από τις φόρμες της ποπ, τις οποίες βλέπουμε παντού τελευταία. 
Ξέρεις ότι υπάρχουν άνθρωποι τόσο εθισμένοι στο χρώμα και την εικονική πραγματικότητα που αδυνατούν να δεχτούν κάτι ασπρόμαυρο;
Το γνωρίζω, αλλά ας πω αυτό που εμείς θέλαμε: Την αίσθηση του παλιού, που ταυτόχρονα δεν είναι παλιακό, αλλά μοντέρνο και σημερινό.
Είστε δύο δημιουργοί άγνωστοι, πρωτοεμφανιζόμενοι, που επιλέξατε και σχετικά άγνωστους ερμηνευτές, εξαιρουμένου του Θοδωρή Βουτσικάκη που βρίσκεται στην ακμή του, θα λέγαμε. Η ερώτηση μου είναι τι μπορείτε να περιμένετε από μια τέτοια καλλιτεχνική κίνηση;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ακουστεί η φωνή σου μέσα στο δισκογραφικό και ραδιοφωνικό τοπίο, αλλά όλα ξεκινούν από την πίστη στη δουλειά σου. Νομίζω πως όταν κυνηγάς το όνειρο σου, αυτόματα έρχεται και η τύχη. Την αισιοδοξία σου για τα πράγματα, ακολουθούν και όλα τα υπόλοιπα. Θεωρώ πως μέχρι στιγμής δεν έχουμε καταφέρει και λίγα, πάρα πολύ ωραία πράγματα, παρ' ότι δεν είμαστε προφανώς γνωστοί. Κάναμε δυο - τρεις κινήσεις, γράφτηκαν κριτικές στα sites, μας δόθηκε ένα βήμα στο ΒΗΜΑGAZINO, επομένως μας ανοίχτηκε ένας χώρος.
Μια καλή κριτική για τη δουλειά σου πόση χαρά μπορεί να σου δώσει;
Εγώ αυτό που κατάλαβα τον τελευταίο ένα χρόνο είναι πως, πέραν των κριτικών, μπορεί να λάβεις ένα απλό μήνυμα για τη δουλειά σου που σου δίνει τεράστιο χώρο. 
Και δεν υπάρχει η λογική αγωνία τού να ακουστεί η δουλειά από το τάδε ραδιόφωνο, ας πούμε;
Η αγωνία υπάρχει και πάντα θα υπάρχει, αλλά πάντα επίσης με μέτρο. Γνωρίζεις εξ αρχής ότι έχεις ένα συγκεκριμένο υλικό, που μπορεί να μην είναι ραδιοφωνικό. Συνεχίζεις λοιπόν να κάνεις τις κινήσεις σου, τα επόμενα βήματα.
Αυτές τις μέρες που είσαι στην Αθήνα θα συναντήσεις τη Λίνα Νικολακοπούλου. Θα πας να της μιλήσεις, να της δώσεις στίγμα;
Νομίζω πως η Νικολακοπούλου έχει ανοίξει πολύ την καρδιά της στα νέα παιδιά, όπως ο Βουτσικάκης. Τους έχει δώσει ένα πολύ ωραίο χώρο, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για κάθε νέο καλλιτέχνη. Τον Βουτσικάκη τον ξέραμε στη Θεσσαλονίκη, αλλά νομίζω ότι η Αθήνα τώρα τον μαθαίνει. Το δίσκο τον είχα πάει στη Νικολακοπούλου, ήταν πολύ ''ανοιχτή'' και συγκεκριμένα μου είπε ότι της άρεσε πάρα πολύ το εξώφυλλο. Ενδεχομένως τώρα που θα ξαναβρεθούμε, να τη ρωτήσω αν άκουσε τη δουλειά και αν της άρεσε. Εγώ τη θαυμάζω πάρα πολύ και τη θεωρώ ένα τεράστιο κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής. Πάντα την αντιμετωπίζω με σεβασμό και, κυρίως, με ανοιχτά αυτιά. Μόνο έτσι, αν ακούς τους μεγάλους δημιουργούς, μπορείς να ''ρουφάς'' και τις απόψεις τους.
Αν κι είναι νωρίς, έχετε προσεχή σχέδια;
Συνεχίζουμε ακόμα με τον Χάρη, χωρίς νά'χουμε μεταξύ μας αποκλειστική συνεργασία. Θέλουμε να κάνουμε πράγματα και ανεξαρτήτως αν είναι νωρίς ή αργά, ιδανικά θα θέλαμε από το καλοκαίρι και μετά να ετοιμάσουμε κάποιο καινούργιο κομμάτι. Θα δείξει...
Ποια είναι τα πρότυπα σου στη στιχουργική;
Να ξεκινήσω από τους νεότερους: Σίγουρα η Ελένη Φωτάκη έχει δώσει ένα πολύ σημαντικό δείγμα στιχουργίας, παραδίδοντας έναν πολύ ωραίο γυναικείο σκοτεινό κόσμο, που νομίζω ότι έλειπε από το ελληνικό τραγούδι. Θεωρώ εξαιρετική τη δουλειά της στο δίσκο με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, παρ' όλο που αδικήθηκε και δεν ακούστηκε όσο θά'πρεπε. Τα καλύτερα περιμένω, έτσι κι αλλιώς, απ' τη Φωτάκη. Εκτιμώ πολύ επίσης τον Χρίστο Γ. Παπαδόπουλο, αυτούς θεωρώ αισθητικούς συγγενείς μου σήμερα. Για να πάμε και στους παλαιότερους, θεωρώ ότι έχω ''πάρει'' πολλά κομμάτια από τη Νικολακοπούλου, όπως και από τον Κραουνάκη, αλλά και από τον ''πατέρα'' της στιχουργικής, τον Νίκο Γκάτσο. Το ίδιο φυσικά ισχύει και με τους άλλους δύο γίγαντες του στίχου, τον Μάνο Ελευθερίου και τον Άλκη Αλκαίο. 
Μου μιλάς για αμιγώς στιχουργούς, αν και ποιητές όλοι αυτοί, στη δουλειά σου όμως είναι ευδιάκριτα κάποια αμιγώς επίσης ποιητικά στοιχεία.
Κι εγώ, όπως και άλλοι συνάδελφοι στιχουργοί, δανειζόμαστε από τους ποιητές. Αγαπώ πολύ τον σουρεαλισμό και θεωρώ ότι έχω πάρει αρκετά στοιχεία από τον Ελιάρ και τον Μπρετόν. Ή από τον Ελύτη και τον Εγγονόπουλο. Έτσι θέλω να πιστεύω δηλαδή.
Και όχι από τον συντοπίτη σου, Ντίνο Χριστιανόπουλο, που είχε χεσμένους τους σουρεαλιστές.
Εξαιρετικός και μια ειδική κατηγορία από μόνος του, αλλά δε θα έλεγα ότι με έχει ''επηρεάσει'' σε καμία περίπτωση. 
Ας λήξει εδώ η μικρή ενδιαφέρουσα κουβέντα που κάναμε. Μπορείς να πεις ότι άλλο θες εσύ.
Νιώθω χαρούμενος με το σχήμα που έχουμε ετοιμάσει για την παρουσίαση του δίσκου μας. Αυτό για την ώρα!
 * Η συνέντευξη με τον Λάζαρο Αντωνιάδη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι μου, απόγευμα της 19ης Απριλίου 2017, από τις 19.30 έως τις 20.30
** Όλες οι photos είναι του Ζαχαρία Ραφαήλ Σεφερίδη πλην της τελευταίας που είναι selfie
*** Ο δίσκος στων άγιων τα νερά παρουσιάζεται απόψε, Πέμπτη 20 Απριλίου, στη μουσική σκηνή Σφίγγα με ερμηνευτές τον Θάνο Παπαγεωργίου, την Κική Τσαλίκη και guests τον Θοδωρή Βουτσικάκη και τη Δήμητρα Σελεμίδου. Ώρα έναρξης: 22.00 

Μία συνέντευξη ή ένα απογευματινό τσάι με τη Ρούλα Πατεράκη στην πλατεία Αγίας Ειρήνης

Κυρία Πατεράκη, ας ξεκινήσουμε απ' αυτό: Στο ''Δηλητήριο'' η συγγραφέας Lot Vekemans αναφέρεται στη συνάντηση ενός ζευγαριού μετά από ένα χωρισμό δέκα ολόκληρων ετών. Αναρωτιέμαι αν έχετε βιώσει μια παρόμοια εμπειρία στην προσωπική σας ζωή.
Όχι, ποτέ. Εγώ έχω παντρευτεί δύο φορές. Την πρώτη φορά ήμουν πολύ μικρή, ήθελα να χωρίσω και χώρισα. Είχα πρόβλημα διαδικαστικό, αφού δεν μου έδινε το διαζύγιο, αλλά συναισθηματικό κανένα. Για τον πατέρα μου μόνο ήταν κάτι επώδυνο και πάρα πολύ ακριβό. Έπρεπε να ''τρέχει'' για δύο παιδιά ο πατέρας μου και ξόδεψε πολλά λεφτά για να ''απαλλαγώ'' εγώ. Ωστόσο, αυτό, το να χωρίσω και να ξανασυναντηθώ με κάποιον, όχι, δεν τό'χω ζήσει και καλύτερα κιόλας. 
Καλύτερα γιατί; Μπορεί δύο άνθρωποι να ξαναβρεθούν και να αποτιμήσουν ήρεμα τα πράγματα.
Δεν ξέρω, φαντάζομαι, μπορεί...Στο δικό μας, όμως, έργο δε νομίζω να έχει τελειώσει και ποτέ η σχέση του ζευγαριού. Επομένως, αυτή η ''εκκρεμότητα'' μετά από δέκα χρόνια πρέπει να είναι ιδιαίτερα οδυνηρή. Μπορεί, λοιπόν, να μην το έχω ζήσει, μπορώ όμως να το σκηνοθετήσω. 
Θα φτάσουμε στη σκηνοθεσία, αλλά ας μείνουμε στον πυρήνα του έργου, για το οποίο παρατηρώ ότι δεν ισχύει καθόλου η λαϊκή θυμοσοφία ''Μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα ξεχνιούνται''.
Σ' άλλες περιπτώσεις ισχύει, σ' άλλες όχι, αν και καμία παροιμία δεν είναι 100% επιβεβαιωμένη. Υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αβεβαιότητας. Αυτό ήταν ένα εύκολο έργο για μένα, μαγικού ρεαλισμού θα το χαρακτήριζα, που δεν παύει να είναι βγαλμένο από την καθημερινότητα της ζωής μας. 
Λέτε για καθημερινότητα και δε μπορώ να μην πω κι εγώ ότι η σκηνοθεσία δεν σηματοδοτεί αυτομάτως μία βιωματική κατάσταση.
Ακριβώς. Και τον Ριχάρδο τον Γ' δεν τον έχω ζήσει, αλλά μπορώ πάλι να τον σκηνοθετήσω. Ούτε έχω πρόβλημα με τις σχέσεις των ανθρώπων, έχω άπειρες σχέσεις δίπλα μου και βλέπω πολλά να συμβαίνουν καθημερινά. 
Με τη Ρούλα Πατεράκη στην πλατεία Αγίας Ειρήνης στο Μοναστηράκι, απόγευμα της 19ης Απριλίου 2017, πηγαίνοντας για τη συνέντευξη μας. Πιάσαμε κουβέντα με τη σερβιτόρα στο καφέ. ''Πόσων ετών είσαι;'' τη ρώτησε η Πατεράκη. ''25'' απάντησε η κοπέλα προτού μας εξηγήσει ότι έχει σπουδάσει δημοσιογραφία, μα δε μπορεί να βρει δουλειά και εργάζεται ως σερβιτόρα. Το πρόσωπο της Πατεράκη σκοτείνιασε, το είδα...
Πόσο καιρό κάνατε πρόβες;
Πολύ λίγο. Τώρα κλείνουμε ένα μήνα.
Ένα μήνα και πάτε πρεμιέρα; Εντυπωσιακό.
Ούτε είμαι της άποψης οι ηθοποιοί να έχουν αποστηθίσει τα κείμενα τους πριν πάμε για πρόβα. Είμαι μιας άλλης σχολής που λέει ότι με την πρόβα μαθαίνει κανείς. Έτσι κι εδώ, οι δύο ηθοποιοί το μάθαιναν σιγά-σιγά και το απομνημόνευαν όλο και καλύτερα. Πιστεύω ότι το κείμενο έτσι γίνεται πιο οργανικό, πιο ''δικό'' τους.
Έχετε άγχος για τη μεθαυριανή πρεμιέρα;
Όχι (με σιγουριά), ποτέ δεν έχω άγχος στο θέατρο! 
Δε θα είστε και σαν άνθρωπος αγχώδης.
Δεν ξέρω...Δε νομίζω ότι είμαι ένας άνθρωπος αγχώδης κι επίσης δεν ξεχωρίζω τη ζωή από την τέχνη. Εγώ δεν έχω άλλη προσωπική ζωή εκτός από τη δουλειά. Η προσωπική μου ζωή είναι τόσο ουδέτερη, όχι ανούσια, που δεν την ξεχωρίζω από τη δουλειά μου. 
Και που έγκειται αυτή η ουδετερότητα στη ζωή σας;
Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω. Δε λέω όμως ότι είναι αδιάφορη η ζωή μου.
Το κατάλαβα, αλλά αυτό έρχεται σε αντιδιαστολή με κάτι που είχατε δηλώσει στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, πως μπορείτε να ζήσετε και χωρίς το θέατρο.
Εξακολουθώ να το πιστεύω. Δε σημαίνει ότι όλα είναι χαρά στη ζωή αυτή. Αν το θέατρο είναι η ζωή κάποιου, δε σημαίνει ότι θά'ναι και πολύ χαρούμενο. Πρέπει να ξέρουμε ότι δεν κάνουμε πάντα τα πράγματα που θέλουμε ούτε στη ζωή, ούτε στην τέχνη. Εδώ που καθόμαστε, κάνουμε τα πράγματα όπως έρχονται συνήθως, σπανίως κάνουμε κάτι απρογραμμάτιστα. Ε και τώρα, όσο περνούν τα χρόνια, τα πράγματα δυσκολεύουν. Παλιά που έβγαζα περισσότερα χρήματα μπορούσα να κάνω τα δικά μου πράγματα. Τώρα που τα χρήματα αυτά έχουν εξανεμιστεί, αναγκάζομαι και μπαίνω στα σχέδια άλλων ανθρώπων. Άλλες φορές είναι συγγενικά με τα δικά μου σχέδια, άλλες φορές πιο απόμακρα.
Αυτό το ''απόμακρα''που λέτε, μου κάνει λίγο σε συμβιβασμό ή σε παραχώρηση.
Τώρα τελευταία δε θέλω να πολυκάνω πράγματα. Είμαι και αρκετά μεγάλη...
Πόσων ετών είστε δηλαδή;
71 ετών! Πως δεν είμαι μεγάλη;
Άλλοι συνάδελφοι σας έχουν περάσει τα 80 και είναι μάχιμοι.
Ίσως αυτοί ανήκουν σε άλλες τέχνες και δρουν πιο ανεξάρτητα. Εμείς στο θέατρο πρέπει να συγχρωτιζόμαστε μεταξύ μας, να δουλεύουμε καλά, να αφήνουμε εκτός κάποια άλλα θέματα μας.
Μήπως λοιπόν η ουδετερότητα της ζωής σας, που είπατε πριν, έχει να κάνει με τα χρόνια που περνούν;
Βεβαίως έχει να κάνει και με τα χρόνια. Καθώς μεγαλώνεις διακατέχεσαι από μία γενικότερη ανορεξία. Εμένα, ας πούμε, πράγματα μού φαίνονται όλο και λιγότερο ενδιαφέροντα συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Για μένα τα πράγματα έχουν μεταφερθεί πια εκτός συνόρων και ειδικά στις εμπόλεμες ζώνες. Τα ενδιαφέροντα μου πια έχουν μετατοπιστεί εκεί που γίνεται πόλεμος. Αντίθετα, ένα μέρος που δεν έχει πόλεμο,δεν έχει και κανένα ενδιαφέρον για μένα. 
Περίεργο, αλλά ας το δεχτώ στο πλαίσιο του πολέμου ως αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορίας.
Και της ζωής, επίσης. Το θέατρο, άλλωστε, εγώ το εννοώ ως πολεμική τέχνη, ως πολεμικό επάγγελμα.
Πολεμικές τακτικές ακολουθείτε γενικώς;
Πως το εννοείτε;
Να, στην αρχή μου είπατε πως ο πρώτος σύζυγος σας καθυστερούσε το διαζύγιο. Αυτό από μόνο του μπορεί να σας οδηγήσει σε μία τακτική πολέμου.
Αυτή την πολεμική τακτική τη φεσώθηκε ο μπαμπάς μου, όπως σας είπα. Εγώ ήμουν πολύ μικρή για να πολεμήσω. Μόνο μπροστά μου έβλεπα τότε.
(Στο σημείο αυτό η Ρούλα Πατεράκη πάει να βάλει μέλι στο τσάι που παρήγγειλε. Τη σταματάω, καθώς μεσ' στο μέλι έριξα τη στάχτη μου, περνώντας το για...τασάκι)
Την έκανα τη γκάφα μου...
Α, κι εσείς; Κι εγώ τα κάνω κάτι τέτοια. Χάνω κλειδιά συχνά εγώ.
Ακόμη χειρότερα. Να μη μπορείς να μπεις στο σπίτι σου...
Μια φορά άλλαξα μια κλειδαριά και μου πήγε 700και ευρώ!
Δράμα!
Ε ναι, ήταν ασφαλείας...
Δεν καπνίζετε εσείς, ε;
Όχι.
Ποτέ; 
Παλιά κάπνιζα, αλλά τό'κοψα χάριν του θεάτρου.
Ενοχλούσε τους συναδέλφους σας;
Όχι, ενοχλούσε εμένα και στο θέατρο, ξέρετε, δεν πρέπει να καπνίζουμε. Αυτό κατάλαβα, είδα ότι θα μού'κανε κακό στη δουλειά μου και τό'κοψα! 
Για να πάμε τώρα αρκετά χρόνια πίσω, κυρία Πατεράκη. Μιλήστε μου για το οικογενειακό σας πρότυπο. Είχατε λατρεία για τον πατέρα και ανταγωνισμό με τη μητέρα;
Να σας πω την αλήθεια, ναι. Όταν ήμουν μικρή υπήρχε ένας ανταγωνισμός απ' την πλευρά της μητέρας μου. Τώρα ευτυχώς έχει ξεπεραστεί.
Την έχετε ακόμη;
Βέβαια! Το μυαλό της μαμάς μου είναι πιο φρέσκο απ' το δικό μου, είναι δυναμική γυναίκα κι είναι και όμορφη γυναίκα, πολύ όμορφη! 
Μένετε μαζί;
Όχι, όχι, η μάνα μου ζει στη Θεσσαλονίκη και δε θέλει κανέναν κοντά της παρά μόνο τον εαυτό της. Στον πατέρα μου, απ' την άλλη, είχα μεγάλη αδυναμία, τον έχασα και μικρό. ''Έφυγε'' 57 ετών και σ' αυτόν νομίζω ότι οφείλω την αδυναμία μου στον Όρσον Ουέλς αργότερα. 
Έμοιαζαν; Θα πρέπει να ήταν θηριώδης.
Σαν προσωπικότητες έμοιαζαν περισσότερο, οπότε αυτοί οι δύο είναι οι λατρεμένοι μου.
Ξέρετε τι έχω παρατηρήσει; Σας γνωρίζει και σας εκτιμά ένα κοινό αποτελούμενο από λαϊκούς ανθρώπους με ιδιαίτερες ευαισθησίες. Συμφωνείτε;
Δεν ξέρω, αλλά αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι έχω κι εγώ μιαν αδυναμία σε αυθεντικούς ανθρώπους. Κάποιοι άνθρωποι που μπορεί να μην είναι διανοούμενοι ή εγκλωβισμένοι μέσα σε εγκεφαλικά πρότυπα, με ενδιαφέρουν πάρα πολύ, κυρίως αυτή η φρεσκάδα που έχουν στην αντίληψη τους. Στον τρόπο που βλέπουν τη ζωή, το θάνατο, τον έρωτα, τις σκέψεις...
Θα μπορούσατε να μου πείτε πως δικαιολογείτε την ύπαρξη τόσων πολλών θεατρικών σκηνών σε μια μικρή και φτωχή πόλη;
Εγώ πιστεύω ότι το θέατρο είναι στο DNA του Έλληνα που παρ' όλες τις σκλαβιές και τις θυσίες μας έχουμε κάτι απ' τους αρχαίους Έλληνες. Η αρχαία Ελλάδα ήταν η μεγάλη εφευρέτρια του θεάτρου και ως εκ τούτου κάτι έφτασε και σε μας. Επίσης, οι άνθρωποι μέσα από το θέατρο ξεχνούν πάρα πολλά πράγματα, νιώθουν μια περίεργη προστασία, ζουν ένα φανταστικό βίο. Είναι τόσο φρικτός ο ρεαλιστικός κόσμος γύρω τους που θέλουν κάπου να καταφύγουν. Έπειτα, η ύπαρξη τόσων θεατρικών σκηνών οφείλεται και στο ότι είναι μία ακριβόφτηνη τέχνη, δηλαδή και ακριβή και φτηνή. Ταλέντο, παιδεία και η κατάλληλη ορμή χρειάζονται.
Εγώ θα πρόσθετα και ένας καλός παραγωγός κι ας μη μιλάμε για υπερπαραγωγές.
Και παραγωγός να μην υπάρχει, μεταξύ τους οι άνθρωποι τα βρίσκουν κάπως. Μπορεί να κάνουν και άλλη δουλειά για να βιοπορίζονται, πάντως το θέατρο αποτελεί το εναλλακτικό τοπίο τους. 
Έχετε σκεφτεί να φύγετε ποτέ στο εξωτερικό;
Όχι.
Τι σας έδενε τόσο με την Ελλάδα;
Τώρα πια δεν έχω την οικονομική άνεση να φύγω στο εξωτερικό. Θα ήθελα να πάω να ζήσω εκεί και καθόλου για να δουλέψω. Μόνο κάνα ταξίδι τώρα...
Σε ποιες χώρες;
Οι βόρειες χώρες μου αρέσουν πάρα πολύ. 
Το περίμενα, μοιάζετε με Γερμανίδα, μη σας πω με φασμπιντερική ηρωίδα.
Ναι, ε; Τόσο καταραμένη! Μου έχουν πει ότι μοιάζω πιο πολύ με Σουηδέζα, με γυναίκα από τη Σκανδιναβία. Πάντως, αν έφευγα τώρα για να ζήσω κάπου, θα πήγαινα στην Ασία.
Δεν αξιωθήκατε να φτάσετε ποτέ ως εκεί, ε;
Όχι, αλλά θα προτιμούσα την καθ' ημάς Ανατολή, εκεί θα ήθελα να πάω για άλλους λόγους.
Ποιους;
Αυτό που σας είπα, είναι ενδιαφέροντες οι πόλεμοι και δε θέλει και πολλά λεφτά για να ζήσεις.
Ή για να πεθάνεις...Τόσο μεσ' στον κίνδυνο πια;
Βρίσκεις διεξόδους και τη ''βγάζεις'' σε τέτοιες συνθήκες, η ζωή η ίδια το επιτάσσει.
Έχετε πάρει πολλά ρίσκα στη ζωή σας;
Μου λένε όλοι ότι συνεχώς παίρνω ρίσκα. Εγώ δεν το καταλαβαίνω. Να, ούτε σε βόρεια χώρα θα μου άρεσε να πήγαινα τώρα. Τι να έκανα στο Όσλο;
Ή στη Βιέννη...
Στη Βιέννη και στη Καθεντράλα με τίποτα τώρα! 
Θα αποδίδατε στον έρωτα επαναστατική φύση; 
Όχι, σκλαβιά ειν' ο έρωτας.
Άρα το ζευγάρι του έργου που σκηνοθετείτε τώρα, το αντιμετωπίζετε σαν δυο σκλάβους; Και δεν εννοώ φυσικά απέναντι σας.
Ω βέβαια, βέβαια, κατ' επέκταση αυτού που είπα πριν, τα δύο πρόσωπα στο ''Δηλητήριο'' είναι σκλάβοι στα δεσμά του έρωτα. Εσείς τι λέτε επ' αυτού;
Συμφωνώ, αλλά ο έρωτας προϋποθέτει ενίοτε και ένα ρίσκο, κάτι για το οποίο σήμερα δεν παρατηρούμε γενικώς να υπάρχει προθυμία.
Κι εγώ τώρα συμφωνώ μ' αυτό  που είπατε. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα δεν ξανάγιναν, ''ένας'' ήτανε!
Υπάρχει κάποιο μυστικό να παραμένει κανείς μεγαλώνοντας σώφρων και ταπεινός;
Μα και τα δύο είναι συνώνυμα του γήρατος. Κανείς δε μπορεί να είναι νέος και σώφρων. Ταπεινότητα και σωφροσύνη σημαίνουν γήρας και τα κερδίζει κανείς μόνο με τα χρόνια του.
Το να κάνεις θέατρο, να προσφέρεις στον άλλον κάτι σπουδαίο και ανιδιοτελώς κιόλας - αφήνω εκτός το οικονομικό κομμάτι, τα εισιτήρια κ.λπ. - δεν είναι και κάτι αφόρητα μοναχικό;
Δεν ξέρω, ομολογώ πως δεν το έχω πολυσκεφτεί έτσι...
Αν σας κουράζουν οι ερωτήσεις μου, να μου το πείτε.
Καθόλου, με βάζουν σε σκέψεις κι αυτό καλό είναι. Θέλω να πω ότι θα σκεφτόμουν αυτό που λέτε μόνο αν τσακωνόμουν με κάποιον και με απογοήτευε. Όταν όλα βαίνουν καλώς, κανείς δε σκέφτεται ότι δίνει και κανείς δε σκέφτεται ότι παίρνει. 
Μία έντιμη σχέση, λοιπόν.
Μία σχέση απλή. Όταν αρχίζουν οι καυγάδες, αρχίζουν να σου μπαίνουν κι οι κακές σκέψεις στο μυαλό. Κακώς, αλλά γίνεται. Το λένε και οι δύο πλευρές: ''Εγώ που σου έκανα εκείνο'' ή ''Και τι μου το κοπανάς τώρα'', διότι κανένας που δουλεύει με τον άλλον δε νομίζει ότι προσφέρει. Το έχουμε εμείς αυτό, οι άνθρωποι του θεάτρου, γιατί είμαστε λίγο μεμψίμοιροι άνθρωποι και γκρινιάρηδες. Θα το πω κι ας μη θυμώσουν οι συνάδελφοί μου, αλλά είμαστε χυδαίοι. 
Βαριά έκφραση! Εκεί όμως έφτασαν τα πράγματα, πιστεύω, ο κιτρινισμός του Τύπου και ο απεχθής ρόλος της τηλεόρασης.
Δεν το είπα σε τέτοιο επίπεδο, εγώ αναφερόμουν στο όποτε μαλώνουμε μεταξύ μας. Πολλές φορές οδηγείται κανείς σε μία ακρότητα που δεν τη βλέπεις ούτε σε ζευγάρια που γίνονται βίαια μεταξύ τους. 
Νά το το ''Δηλητήριο''!
Νά το, ναι, κάτι που κάνουν μόνο οι ηθοποιοί και δεν το βλέπεις στα άλλα επαγγέλματα. Υπάρχει μία εμπάθεια που ξεπερνά τους ανταγωνισμούς μεταξύ άλλων επαγγελματιών, οι οποίοι έχουν μία ωριμότητα. 
Αυτό που μου περιγράφετε είναι φυσικό, όταν παίζει μέσα η ματαιοδοξία, η φιλοδοξία και η φήμη του καθενός.
Ναι, έχει να κάνει με το ναρκισσισμό του καθενός, που τον συναντάς ακόμη και σε ανθρώπους που δεν το περιμένεις.
Είπατε ότι σας αρέσει ο πόλεμος...
Δεν μου αρέσει, απλά τον αντιλαμβάνομαι τον πόλεμο.
Ετοιμοπόλεμη, έστω. Νιώθετε, ειλικρινά, ότι σας πολεμούν;
Ναι, το αισθάνομαι. Το αισθάνθηκα πάρα πολλές φορές και το αισθάνομαι μονίμως!
Συγγνώμη που θα το πω αυτό, αλλά μού ακούγεται σαν μανία καταδιώξεως.
Όχι, δεν έχω καμία τέτοια μανία, αλλά πως να μην το πω αυτό, όταν εγώ που έχω οικονομικές δυσκολίες, δουλεύω σ' ένα χώρο που προτιμούνται οι άντρες και όχι οι γυναίκες;
Και γιατί λέτε προτιμούνται οι άντρες;
Όπως μία γυναίκα δε γίνεται Πρωθυπουργός στην Ελλάδα σε αντίθεση, λόγου χάριν, με την Τσιλέρ στην Τουρκία, έτσι και οι γυναίκες σκηνοθέτιδες...
Σνομπάρονται.
Όχι, δε σνομπάρονται, ας πούμε ότι οι Έλληνες είναι ακόμα αρκετά φαλλοκράτες. Λαοί που είναι υποδεέστεροι από πολιτισμικής άποψης, εν τούτοις παίρνουν ρίσκα για τις γυναίκες. Εδώ βλέπουμε γυναίκες να ''γίνονται'', αλλά με μεγάλη δυσκολία. Η Αρβελέρ, ας πούμε, ''έγινε'', αλλά ήρθε από το Παρίσι. Αν ήταν γέννημα -θρέμμα Ελληνίδα, δεν ξέρω...
Έχουμε όμως σπουδαίες γυναίκες συνθέτριες. Η Πλάτωνος, η Καραΐνδρου...
Ναι, αλλά γυναίκες διευθύντριες ορχήστρας δεν έχουμε. Μιλάμε για ηγετικές θέσεις, για νευραλγικά πόστα. 
Κατάλαβα, ναι...Τι λέτε να μείνει απ' όλο αυτό τον αγώνα που κάνετε, κυρία Πατεράκη, υπέρ της τέχνης; Αν όλα στο μέλλον μοιάζουν πεπαλαιωμένα, εννοώ.
Το θέατρο θα πεθάνει! Το πιστεύω ακράδαντα! Εγώ δε θα ζω για να το δω, γιατί δε θα γίνει αύριο, αλλά το θέατρο έχει ημερομηνία λήξεως! Ας με ''σκοτώσουν'' όλοι γι' αυτό που λέω, το θέατρο όμως έχει γίνει δυνητική εικονική πραγματικότητα. Με τη λεγόμενη ψηφιακή επανάσταση, να ξέρετε ότι μία από τις τέχνες που βάλλεται περισσότερο είναι το θέατρο. Δε θα το δούμε ούτε σε πέντε, ούτε σε δέκα χρόνια.
Καλά, εδώ δεν ξέρουμε αν θα υπάρχει η ανθρωπότητα σε πενήντα χρόνια, για να γίνουμε και λίγο εσχατολόγοι. 
Σε πενήντα χρόνια δε νομίζω να ενδιαφέρεται κανείς να ''κάνει'' έναν Πίντερ. Αν θα υπάρχει ακόμα η ανθρωπότητα, σίγουρα δεν θα υπάρχει αυτός ο λόγος μιας ζωντανής επικοινωνίας που συνδέει έναν ηθοποιό με το κοινό του. Το κοινό όλα θα τα βιώνει διαμεσολαβημένα. Η τέχνη έτσι θα είναι περιττή.
Βλέπω το σπινθηροβόλο μάτι σας και θέλω να σας ζητήσω να μου μαρτυρήσετε μια μεγάλη τρέλα που έχετε κάνει.
(με φωνή ναζιάρικη) Τώρα...Ντρέπομαι...
Ελάτε τώρα, μην πείτε κάτι για το οποίο ντρέπεστε.
Μια ανώδυνη τρέλα θα πω που την έκανα και δε ντρέπομαι, γιατί έχω κάνει κι άλλες που δε θα τις έλεγα. Πήγαινα καμιά φορά τα πρωινά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης και πετούσα γιαούρτια στα παράθυρα των τρένων. 
Σε ποια ηλικία αυτό;
22 - 23 ετών. 
Ή θά'χατε δει τους ''Εντιμότατους φίλους μου'' ή θα ήταν μέρος μιας αμφισβήτησης η πράξη σας αυτή.
Όχι, ήταν αποτέλεσμα από κάτι ατέλειωτα ξενύχτια που διαλυόταν το νευρικό σύστημα και προτού πας για ύπνο, έπρεπε να υπάρχει μία εκτόνωση. Το πιο ανώδυνο τότε ήταν τα γιαούρτια, γιατί υπήρχαν κι άλλα πιο οδυνηρά που δεν τα λέμε. Απλά πράγματα, γιαουρτοπόλεμος.
Στο ταξίδι της ζωής και της τέχνης, συναντήσατε καλλιτέχνες δυσανάλογους ως προς το μεγαλειώδες έργο τους;
Βέβαια, πολλούς, αλλά δεν καταλαβαίνω πως το εννοείτε...
Ο Σαββόπουλος, για παράδειγμα. Είναι αναμφισβήτητα ο μέγιστος των Ελλήνων τραγουδοποιών, αλλά στο κοντινό παρελθόν τον είχαν απειλήσει με γιαούρτια - καληώρα - οι αναρχικοί στην Τεχνόπολη. 
Δεν την ξέρω αυτή την πλευρά του Σαββόπουλου, αφού με τον Διονύση γνωριζόμαστε από τα νεανικά μας χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Νόμιζα πως με ρωτήσατε για ανθρώπους που θεωρούν ότι είναι σπουδαίοι, ενώ δεν είναι. Πρέπει ωστόσο να σας πω ότι εγώ δεν έχω στενές σχέσεις με ανθρώπους του θεάματος. 
Δεν έχετε φιλίες από το θέατρο;
Όχι.
Το αποφεύγετε συνειδητά;
Δεν έχει τύχει. Κι αυτοί έχουν πολλή δουλειά, κι εγώ έχω. Κι αν κάνω κάποιον φίλο από το χώρο θά'ναι για να συζητήσουμε τη διερευνητική φύση του θεάτρου. Δυο - τρεις θεωρώ φίλους της τέχνης μου κι ας χαθήκαμε λίγο τελευταία, αλλά φίλους να τους λέω τα προσωπικά μου, δεν έχω. Μόνο με τους μαθητές μου και με τους συνεργάτες μου αισθάνομαι να υπάρχει μία άνεση. Τώρα, ας πούμε, δε μπορώ να πω ότι δεν είμαστε φίλοι με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και την Εύρη Σωφρονιάδου. 
Λογικό.
Εκτιμώ πολύ, γιατί πάντα λέω την αλήθεια, τον Γιάννη Χουβαρδά, αλλά δε θα έλεγα ότι είμαστε φίλοι, αφού δε βρισκόμαστε τακτικά και δεν έχουμε κοινή κοινωνική ζωή. Τον εκτιμώ πολύ ως καλλιτέχνη και έχουμε τη θεατρική συμπαντική σχέση μας.
Για να σας κάνω πιο λιανό το προηγούμενο ερώτημα μου, αν δεν υπάρχει ταπεινότητα στη ζωή, μπορεί να υπάρξει στην τέχνη;
Όχι! Δε μπορείς να έχεις ούτε την υπεροψία στην τέχνη, αν δεν υπάρχει υπεροψία - ταπεινότητα και στη ζωή.
Πως συνδυάζετε δύο αντίθετες έννοιες;
Είναι το ίδιο πράγμα σχεδόν. 
Δεν το καταλαβαίνω...
Η υπεροψία είναι ένα είδος περηφάνιας που δημιουργεί μια αυτοπεποίθηση, η οποία με τη σειρά της σε κάνει να οργανώνεις τη συμπεριφορά σου ανάλογα με τα μεγέθη γύρω σου. Αυτό είναι η ταπεινότητα, η μία εμπεριέχει την άλλη.
Η τέχνη φτάνει στο απόγειο της μέσα από τον υπέρτατο πόνο; Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο, αλλά έχουμε άπειρα τέτοια παραδείγματα παγκοσμίως.
Η μεγάλη δημιουργία έρχεται από μία κυτταρική επιλογή που λέγεται τάλαντο, ταλέντο. Αυτό είναι πάνω απ' όλα. Έχω αρχίσει και να πιστεύω πως αυτή η ικανότητα, το ταλέντο, είναι γονιδιακό, υπάρχει δηλαδή κληρονομικότητα. 
Κληρονομικότητα υπάρχει και στη σχιζοφρένεια για εφτά γενεές μάλιστα απ' ότι λένε οι ψυχίατροι.
Μετά έρχεται αυτό σε δυσάρεστες περιπτώσεις. Παίζουν ρόλο οι συνθήκες που έχουν διαμορφώσει τις ζωές των ανθρώπων και ιδιαίτερα η πρώτη ηλικία, η παιδική. Βάσει αυτής μπορούν να απλωθούν ή να μαζευτούν τα βιώματα. Όλα τα άλλα είναι υποβοηθήματα και μάλλον αναχαιτιστικά ως προς την πρώτη ύλη. Η πρώτη ύλη, το ταλέντο, είναι το σημαντικότερο για μένα. Ακούω καμιά φορά αυτές τις κοινωνικές μπούρδες του στυλ ''Ε, και πολύ ταλέντο να μην έχεις, άμα δουλέψεις πολύ...'' Άμα σου το επιτρέψουν οι συνθήκες, εξελίσσεσαι. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να γίνεις χειρότερος από κάποιον που δεν έχει ταλέντο, απλά οι συνθήκες τον ευνόησαν και ανάπτυξε τις μικρότερες ικανότητες του.
Πως αντιδράτε σ' αυτό; Όχι ως Πατεράκη, αλλά ως σκεπτόμενος άνθρωπος.
Συμβαίνει παντού. Αν δείτε τον πολιτικό κόσμο της Γαλλίας τελευταία, καταλαβαίνεις και ποιοι είναι οι Γάλλοι καλλιτέχνες και επιστήμονες. Αντανάκλαση κάνει η πολιτική στην πολιτιστική ζωή ενός τόπου. 
Πως φαντάζεστε τον εαυτό  σας σε μία δεκαετία από τώρα;
Δεν ξέρω...Φοβάμαι την αρρώστια. Πάρα πολύ! Τα δέκα χρόνια μού φαίνονται τόσα πολλά, που εγώ εύχομαι να είμαι καλά του χρόνου. Τα δέκα χρόνια δεν είναι άπειρος χρόνος, παρ' όλα αυτά, αλλά ελάχιστος. Μπορεί να έχουμε μετοικήσει στον Άρη έτσι που τρέχει η τεχνολογική εξέλιξη. Άσ'τα, μην τα σκέφτεσαι, μην ασχολείσαι. Το εδώ και τώρα να σκέφτεσαι μόνο!
 * Το βραβευμένο έργο ''Δηλητήριο'' της Ολλανδής Lot Vekemans σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη και σε μετάφραση Αργυρώς Πιπίνη, με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και την Εύρη Σωφρονιάδου, κάνει πρεμιέρα στις 21 Απριλίου - θα παίζεται μέχρι τις 28 Μαΐου - στο θέατρο Faust.
** Ευχαριστίες στον Γιάννη Κοκολάκη, στη Μαριάμ Νίκου του Koita-magazine και στον Μιχάλη Λεωτσάκο για τη φωτογράφηση.

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Η συνέντευξη του Ορφέα Περίδη στο Down Town - Director' s Cut

Τρεις συνεντεύξεις έχω πάρει μέσα σε μία 15ετία από τον τροβαδούρο Ορφέα Περίδη. Η πρώτη ήταν για το περιοδικό ΗΧΟΣ + HI-FI κάποτε, η δεύτερη για τη LIFO και η τρίτη, αυτή που θα διαβάσετε, για το περιοδικό Down Town. Ομολογώ πως μετά από κάθε συνέντευξη μου στη LIFO νιώθω τόσο πλήρης, λόγω της άπλας του διαδικτύου που επιτρέπει μία εκ βαθέων κουβέντα, ώστε σπανίως μετά αποζητώ μία δεύτερη συνάντηση - συνέντευξη με το εκάστοτε πρόσωπο. Είναι, με δυο λόγια, σα να έχουν ειπωθεί τα πάντα και δεν υπάρχει κάτι άλλο να πάρεις από τον καλλιτέχνη. Υπάρχουν ωστόσο και οι συνεντεύξεις επικαιρότητας, οι οποίες είναι μέρος της δουλειάς μας κι αυτές, όσο κι αν τις αποφεύγω. Αλήθεια είναι, επίσης, πως με τον Περίδη ήθελα να ξαναμιλήσω. Με είχε εντυπωσιάσει το γεγονός πώς πρόσφατα στη δισκοπαρουσίαση του ο ίδιος δεν εμφανίστηκε, κάτι που έδωσε λαβή σε σχόλια περίεργα και μάλλον πήρε διαστάσεις μεγαλύτερες απ' όσο άξιζαν στο εν λόγω ''περιστατικό''. Η συνάντηση μας δρομολογήθηκε για να πραγματοποιηθεί στην οικία του Κωστή Παπαγιώργη στο κέντρο, αλλά τελικά δεν ταίριαξαν τα ωράρια μας κι έτσι βρεθήκαμε με τον Περίδη στο δικό του σπίτι στο Χολαργό. Δοθείσης ευκαιρίας, έμαθα και για τη μεγάλη φιλία των δύο αντρών. Είχαμε κάτι κοινό, μου εξομολογήθηκε ο τραγουδοποιός. Ο Παπαγιώργης με βοήθησε να διαχειριστώ την επιτυχία της ''Φωτοβολίδας'' το '93, αφού κι εκείνος τότε είχε κάνει μεγάλη επιτυχία ως δοκιμιογράφος. Λείπει σήμερα η γραφή τέτοιων διανοούμενων...Και κάπως έτσι η συνέντευξη ξεκίνησε: 
Ξέρετε ότι έγινε θέμα στα social media που δεν πήγατε στη δισκοπαρουσίαση σας τις προάλλες; Να τολμήσω να ρωτήσω γιατί;
Ασθενής! Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει! Όταν νηστεύει και του δίνουν φαΐ μπορεί να μην το θέλει (γέλια). Όχι, μωρέ, ασθενής ήμουν, όπως το λέω. Δεν τα κατάφερα να παραστώ, βέβαια ειδοποίησα, αλλά οι διοργανωτές ήθελαν να την κάνουν οπωσδήποτε την εκδήλωση.
Ας μη μείνουμε σ' αυτό, σημασία έχουν τα τραγούδια. Είχατε 6 χρόνια να βγάλετε καινούργιο δίσκο. Να υποθέσω ότι αυτό οφείλεται στα γνωστά προβλήματα στο χώρο σας; Κλείσιμο εταιρειών, δισκοπωλείων, μουσικών εντύπων κλπ.
Όχι, δεν οφείλεται σ' αυτό. Στη ζωή του ανθρώπου υπάρχουν καταστάσεις που δεν ευνοούν την έμπνευση και την εργασία. Μπορεί να μεσολαβήσουν γεγονότα που σε πάνε πίσω, θέματα υγείας, πένθους...Δεν έχει και τόση σημασία αν έχασα εγώ τους γονείς μου.
Σε συνάντηση μας προ τριετίας μού είχατε πει ότι ήταν εν ζωή οι γονείς σας.
Τους έχασα και τους δύο μέσα σ' αυτό το διάστημα. Όπως είπα, όμως, μπορεί απλά κάποιος να μην έχει έμπνευση, να βρίσκεται σε φάση ξηρασίας.
Δεν σας έλειψαν ωστόσο οι συναυλίες.
Κανονικά εμφανιζόμουν σε μουσικές σκηνές σε Ελλάδα και Κύπρο, αφού είναι άλλη η δισκογραφική και άλλη η συναυλιακή παραγωγή. Ποτέ δεν εγκατέλειψα τις συναυλίες! Το τραγούδι είναι μια δύσκολη μορφή τέχνης και όσο περνούν τα χρόνια γίνομαι όλο και πιο απαιτητικός απ' τον εαυτό μου. Μία αποχή τεσσάρων - πέντε χρόνων τη βρίσκω φυσιολογική, δηλαδή τόσο χρειάστηκα εγώ για να φτιάξω 15 νέα τραγούδια. Άλλωστε από το '93 που βγήκα στη δισκογραφία, κάθε τρία χρόνια έκανα δίσκο. Ε, τώρα έκανα πέντε!
Ωστόσο, το τελευταίο CD σας βγήκε πάνω στην πτώση του Ομίλου Γιαννίκου, στη διανομή του στα περίπτερα και όλα αυτά τα μάλλον δυσάρεστα.

Όντως υπήρχε και υπάρχει μία απογοήτευση που δε σε ενθαρρύνει στη δημιουργία συν του ότι το τραγούδι δε διδάσκεται. Κανένας δε μπορεί να σου μάθει πως να γράφεις τραγούδια. Έτσι, περιμένεις νά'ναι ανοιχτοί οι ουρανοί.
Λέτε οι ουρανοί να άνοιξαν με τη νέα εταιρεία σας που μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι τελευταία;
Ένα πολύ καλό σημάδι είναι να υπάρχει μία εταιρεία που να κινεί καλά το υλικό σου. Αυτό είναι το ζητούμενο! Το ότι δεν πουλάνε τα CD, βέβαια, αυτό είναι μια πραγματικότητα της τελευταίας 15ετίας. Εμείς πληρωνόμαστε από την είσπραξη κάποιων δικαιωμάτων και από τα live μας, φυσικά. Από τα CD, όχι. Είμαστε χαμηλά αμοιβόμενοι πλέον, όπως συμβαίνει σε όλους τους κλάδους.
Στην Ελλάδα...
Μην είναι και παγκοσμίως, λέω εγώ τώρα! Έτσι λένε οι ειδικοί, οι οποίοι δεν ξέρω και πόσο ειδικοί είναι. Σπουδαγμένοι άνθρωποι και πως τα καταφέρνουν και τα κάνουν θάλασσα; (γέλια) Τι σπουδάζανε τόσα χρόνια; Δεν είναι θέμα ακαδημαϊκής μόρφωσης, στην οικονομία παίζουν ρόλο πολλές αλληλοεξαρτούμενες παράμετροι. Οι καλλιτέχνες, όμως, δε χρωστάνε σε κανέναν! Επιστρέφουν τα χρέη! Προσπαθείς να κάνεις ακόμη καλύτερα τραγούδια μεσ' στην κρίση και με υψηλότερη αισθητική. Αυτή είναι η απάντηση μας στην κρίση.
Αναρωτιέμαι αν υπογράψατε τη λίστα των καλλιτεχνών κατά της ΑΕΠΙ μετά το σκάνδαλο που βγήκε στη δημοσιότητα.
Εγώ δεν την υπόγραψα, αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία αυτό. Δεν πήγα στην τελευταία συνάντηση των δημιουργών και δεν είχα έγκαιρη ενημέρωση. Υπογράψεις - δεν υπογράψεις, όμως, το γεγονός είναι πως η οικογένεια Ξανθόπουλου χειρίστηκε τα πνευματικά μας δικαιώματα επί σειρά δεκαετιών με μια καταστροφική διαχείρηση: Έριξαν έξω την εταιρεία και τώρα, επί των ημερών Τσίπρα, απλά το πράγμα βγήκε στη φόρα. Αποδείχτηκε πως η ΑΕΠΙ, πέραν των καλλιτεχνών, έκλεβε και το κράτος! Ανικανότητα, διαφθορά και ότι άλλο αρνητικό μπορείς να προσθέσεις!
Ανήκετε στους ''απογοητευμένους'' από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;
Εννοείτε σ' αυτούς που πίστευαν ότι θα έρθει ο Τσίπρας και θ' αλλάξει το τοπίο; Το τοπίο δεν αλλάζει από έναν Τσίπρα! Παρακολουθώντας την ενημέρωση, καταλαβαίνω πως η κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα, δεν θα ξεπεραστεί τόσο εύκολα. Δεν ξέρω αν ακούσατε τον Σημίτη που είπε ότι δεν προβλέπεται να ''σηκωθούμε'' πριν από το 2030! Οι νόμοι της Αγοράς δεν κοιτάνε ποιος κυβερνάει ή τι κόμμα είναι, όπως λέγαμε παλιά το χρήμα δεν έχει χρώμα. Κι αν όλοι μας είμαστε παρανοηκοί, ε ας εμφανιστεί ένας που είναι καλά να μας πει πως έχουν τα πράγματα!
Πάντα σας άρεσε να εμπνέεστε από τη λογοτεχνία ή την ιστορία, αλλά με ένα δικό σας τρόπο.
Είναι ένας τρόπος να εφεύρεις το θέμα σου και να το εμπλουτίσεις με όσες γνώσεις υπάρχουν επ' αυτού. Τα τραγούδια γίνονται στις παρέες. Το πιστεύω ακράδαντα! ''Ο Ρομπέν των καμμένων δασών'', ας πούμε, προέκυψε από την κουβέντα με ένα φίλο αθεράπευτα οικολόγο. Είπε σε ανύποπτη στιγμή τη φράση ''Ο Ρομπέν των πολυκατοικιών'', μου άρεσε, το έφτιαξα τραγούδι και σήμερα του χρωστάω την καριέρα μου. Το κομμάτι συμμετείχε στους Αγώνες Καλαμάτας του Χατζιδάκι, ενώ ένα παλιότερο μου, το ''Φεύγω'', τραγουδήθηκε από τον Νίκο Παπάζογλου.
Αισθάνεστε κατά ένα τρόπο ότι έχετε το χρίσμα του Μάνου Χατζιδάκι;
Κοιτάξτε, όλοι αυτοδίδακτοι είμαστε, δεν μας έμαθε κανείς να φτιάχουμε τραγούδια. Η πηγή μας, όμως, ήταν ο Χατζιδάκις, ο Σαββόπουλος και ο Θεοδωράκης. Απ' αυτούς ήπιαμε όλοι νερό.
Θα ήθελα ένα σχόλιο σας για τις διαβόητες τηλεοπτικές Μουσικές Ακαδημίες. Υπάρχουν ήδη συνάδελφοι σας από το λεγόμενο ''έντεχνο'' ως κριτές σ' αυτά τα ριάλιτι.
Σε εσάς προσωπικά νομίζω η φίλη μου Λιζέτα Καλημέρη είχε δηλώσει πως τα παιδιά αυτά δεν είναι καρπούζια που τους πατάς μια ένεση από την προηγούμενη και την επόμενη έχουνε ''γίνει''. Εγώ δε θα πήγαινα ποτέ εκεί, γιατί δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου κριτή. Δεν νιώθω ότι είμαι κάποιος που ''ξέρει'' και μπορεί να αξιολογήσει. Δεν ξέρω τίποτα, ψαχτά πάω, πολλά τραγούδια γράφω και πολλά περισσότερα σκίζω. Επομένως, δεν μου αρέσει ο εαυτός μου, θα μ' αρέσει ο άλλος; Μπορεί βέβαια να σ' αρέσει ο άλλος, αλλά θά'μουν τόσο αυστηρός που δε θα τους ήμουν χρήσιμος.
Κι αν το οικονομικό όφελος ήταν μεγάλο εν καιρώ κρίσης;
Για όνομα του Θεού, δεν θα πήγαινα! Εγώ ξεκίνησα από τους Αγώνες Καλαμάτας, μου αρέσει δηλαδή μια ευγενής άμιλλα. Εκείνοι οι Αγώνες όμως του Χατζιδάκι είχαν αρχαιοελληνικό χαρακτήρα. Υπήρχε το αίσθημα του δεν με ενδιαφέρει να βγω πρώτος, αλλά του ότι συμμετέχω κι εγώ. Αυτοί εδώ οι Αγώνες, να τους πω έτσι, που έχουμε τώρα εδώ, τι σχέση μπορεί νά'χουν; Υπάρχουν διαφημίσεις, πέφτει χρήμα, πάει αλλού το πράγμα.
Ο Ορφέας Περίδης στο σπίτι του/ Φώτο: Αντώνης Μποσκοΐτης

Βλέπουμε όμως να φτιάχνονται σχήματα σε μαγαζιά. Ο Μακεδόνας, ας πούμε, πήρε μαζί του τα ''παιδιά του'' από το ριάλιτι.
Είναι ένας τρόπος κι αυτός να βγάλει ένα μεροκάματο κανείς. Να βρει ένα τρόπο να μπει σ' αυτό το χώρο το δύσκολο και ερμητικά κλειστό. Δεν ασχολούμαι μ' αυτές τις εκπομπές, δεν τις βλέπω και με την τηλεόραση λίγες παρτίδες έχω.
Με το διαδίκτυο;
Λίγες. Τη δουλειά μου θέλω να κάνω, να στέλνω τα email μου. Μας έχει δώσει λύσεις το internet, αλλά μας έχει δημιουργήσει κι άλλα τόσα προβλήματα.
Όπως;
Το CD μου, λόγου χάριν, υπάρχει ήδη ανεβασμένο στο YouTube. Ολόκληρο! Ξέρουμε ότι ο κόσμος δεν αγοράζει CD, βολεύεται μέσα από το διαδίκτυο και οι εποχές άλλαξαν με λίγα λόγια. Τι μπορούμε να πούμε γι' αυτό; Κάποτε πλήρωνες για να ''κατεβάσεις'' ένα τραγούδι, πλέον είναι τζάμπα. Οι καλλιτέχνες λέγεται ότι παίρνουν χρήματα από τα κλικ.
Εσείς έτσι πληρώνεστε δηλαδή;
Εγώ δεν το ξέρω ακόμα, γιατί τώρα μπαίνω στο πεδίο αυτό. Ήμουν έξω απ' αυτά, αλλά θ' αναγκαστώ να ακολουθήσω τη διαδικασία και, ξέρετε, εμένα η δουλειά μου είναι να γράφω τραγούδια, όχι να μετράω ''χτυπήματα'' ή να αρχίσω να υπολογίζω τι θα εισπράξω. Αυτά είναι αλλωνών αρμοδιότητες. Πιο ευχάριστο για μένα είναι να γράφω, να εκτελώ και να ηχογραφώ παρά να κάθομαι σε μία οθόνη και να μετράω.
Η τέχνη είναι αμφίδρομη, κύριε Περίδη. Μπορεί ένα κακότεχνο ή φτηνιάρικο καψουροτράγουδο να εκφράζει μαζικά τους ανθρώπους. Να ευφραίνονται οι άνθρωποι. Θα κατηγορούσατε ένα τέτοιο δημιουργό και το κοινό του;
Όχι βέβαια (γέλια). Δεν έχω την παραμικρή ένσταση. Αφού βλέπουμε ότι υπάρχει μία επικοινωνία με τον κόσμο, λίγο με ενδιαφέρουν όλα τα άλλα. Στο κάτω – κάτω, τι θα πει κακότεχνο; Άντε να ακούσεις ένα στίχο και να σε πιάσουν τα γέλια. Καλό ειν' αυτό! Δε γελάω με σνομπισμό, αλλά με αυθεντικό γέλιο, το λέω ειλικρινά.
Κι αν ένας ''σκυλάς'' άκουγε ένα δικό σας τραγούδι κι έλεγε ''Ωχ, μωρέ, αυτός γράφει κουλτουριάρικα'';

Δε θα με πείραζε καθόλου. Κι αυτός γελάει μ' αυτά που γράφω εγώ, οπότε συνυπάρχουμε κι είμαστε όλοι καλά!
Καθ' οδόν με τον Ορφέα Περίδη για τη συνέντευξη/ Φώτο selfie: Αντώνης Μποσκοΐτης
Τελευταία ερώτηση: Πιστεύετε ότι πράγματι το βασικό στοιχείο του ελληνικού τραγουδιού είναι η μελαγχολία;

Συστατικό της τέχνης είναι γενικώς. Αν δεν έχεις ένα βαρύ συναίσθημα που να θες να το εκφράσεις, δε θά'χεις και το τραγούδι ως αδιέξοδο. Η μελαγχολία είναι ένα συναίσθημα που μας επισκέπτεται κι έχουμε και λόγους γι' αυτό. Τι πιο υγιές από το να αντιδράσεις στη μελαγχολία με ένα τραγούδι;