Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Απαγγελίες, μαρτυρίες και τραγούδια στην προβολή του ντοκιμαντέρ για την Κατερίνα Γώγου στον τεχνοχώρο ''Φάμπρικα''

Αγγελική Νομικού - Μαρία Εσεπαλόγλου - Μπόσκο - Κατερίνα Παρασκευοπούλου
Άλλη μία προβολή του ντοκιμαντέρ Κατερίνα Γώγου - Για την αποκατάσταση του μαύρου πραγματοποιήθηκε χθες στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα στο Γκάζι, στο πλαίσιο του αφιερώματος στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο που διοργανώνει τις τελευταίες Κυριακές ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαζωμένος. Η αλήθεια είναι πως τό'χα τρέξει πολύ το event από το facebook - παραπάνω απ' ότι χρειαζόταν ίσως - με αποτέλεσμα αρκετοί άνθρωποι να νομίζουν πως δε θα βρουν θέση. Και πάλι παρ' όλα αυτά το μπαρ γέμισε από φίλους - εντός και εκτός facebook - που νομίζω πως χάρηκαν την προβολή και περάσαμε όμορφα. Εκεί ήταν η ερμηνεύτρια Ρηνιώ Κουρδάκη, ο ποιητής Γιώργος Δάγλας, ο μουσικός και εικαστικός Χρήστος Ζυγομαλάς, η ποιήτρια και στιχουργός Βέρα Βασιλείου - Πέτσα, η ποιήτρια Καρίνα Βέρδη, αλλά και η Αγγελική Νομικού, η Κατερίνα Παρασκευοπούλου, η Μαρία Εσεπαλόγλου και η Ιωάννα Κατσή, συμμαθήτριες οι τέσσερις τελευταίες από το λύκειο που βρισκόμαστε συχνά με αφορμή όλο και κάποιο event. Ας όψεται το facebook, σα να λέμε, που ενώνει κόσμο! 
Η Πάολα Ρεβενιώτη διαβάζει Κατερίνα Γώγου
Αμέσως μετά το τέλος της ταινίας, τον λόγο πήραν οι επίτιμοι καλεσμένοι μου: Πρώτη η Πάολα Ρεβενιώτη διάβασε το ποίημα της Κατερίνας Γώγου που είχε πρωτοδημοσιευθεί κατ' αποκλειστικότητα στο περιοδικό Κράξιμο. Εν τω μεταξύ, μόλις η Πάολα μπήκε στο χώρο, τα πρώτα της λόγια ήταν τα εξής: Μη με βάλεις να διαβάσω ποιήματα, δεν είμαι εγώ γι' αυτά τα κουλτουριάρικα...Αλλά μετά από λίγο: Έφερα τα γυαλιά μου μπας και διαβάσω τελικά τίποτα! Στη σύντομη ομιλία της η Ρεβενιώτη δε χαρίστηκε καθόλου στη μακαρίτισσα! Μοιράστηκε με το κοινό τρεις ιστορίες: Η πρώτη αναφερόταν σε μια ομοφοβία - τρανσοφοβία που της είχε βγάλει η Γώγου, όταν κάποια στιγμή στην κοινή πορεία τους γύρισε και της είπε: Α, ρε Παύλο, τόσο ωραίο παιδί! Γιατί πήγες κι έγινες Πάολα; Η δεύτερη, σε ένα περιστατικό στην πλατεία Εξαρχείων, όταν πήγαν να τη χτυπήσουν και μπήκε στη μέση η Γώγου: Αφήστε την, είναι δικιά μας! Κι η απάντηση της Πάολας: Δηλαδή άμα δεν ήμουν δικιά σας, θα με πλακώναν στο ξύλο αυτοί; Κι η τρίτη, όταν μια μέρα, αρχές του '90, η Γώγου της χτύπησε το κουδούνι και της πρότεινε να πάνε να βρουν πρέζα! Δεν την ήθελα, τη θεωρούσα κακή παρέα, ομολόγησε η Πάολα, πώς λες σε ένα μικρό παιδί τότε να πάτε για πρέζες; Όση ώρα τά'λεγε όλα αυτά η Πάολα, ο Ζυγομαλάς δίπλα μου γελούσε. Και μένα τα ίδια μού'κανε, θυμήθηκε, όλη την ώρα με έβριζε...Στο τέλος, όμως, η Πάολα συγκινημένη δήλωσε: Με τα χρόνια την αγάπησα και συνειδητοποίησα πόσο σπουδαία καλλιτέχνις και ιδιαίτερος άνθρωπος ήταν. Ακόμα έχω ένα βιβλίο της με την αφιέρωση της, ''Πάολα, σ' αγαπώ. Κατερίνα''...
Η Εύα Κουμαριανού διαβάζει Κατερίνα Γώγου
Μετά την Πάολα, το ποίημα της Γώγου για τη δολοφονημένη τρανς Σόνια διάβασε η Εύα Κουμαριανού. Εξίσου συγκινημένη η Εύα θυμήθηκε που είχε δουλέψει σαν χορευτής στο Ακροπόλ σε παράσταση με τη Γώγου, η οποία έδειχνε - είπε - άλλος άνθρωπος επί σκηνής και άλλος στο καμαρίνι της. 
Ο Δημήτρης Παπαδάτος διαβάζει Κατερίνα Γώγου
Τις απαγγελίες έκλεισε ο ηθοποιός και φίλος Δημήτρης Παπαδάτος στο περίφημο ποίημα της Γώγου για τη Μοναξιά - το ίδιο που ακούγεται με τη φωνή του και μεσ' στο ντοκιμαντέρ. Εξαιρετικός εν συνεχεία ο τραγουδοποιός και ερμηνευτής Πάνος Μπούσαλης που με την κιθάρα του και τη ζεστή φωνή του ερμήνευσε δύο μελοποιημένα ποιήματα της Γώγου, το Κόκκινο σε μουσική Βάσως Αλλαγιάννη και τον Συγκεκριμένο άνθρωπο σε μουσική Παντελή Θεοχαρίδη.
Ο Πάνος Μπούσαλης τραγουδάει Κατερίνα Γώγου
Βέβαια, επειδή το κλίμα είχε φορτιστεί αρκετά συγκινησιακά, η Πάολα πέταξε τη μεγαλειώδη ατάκα: Άντε, βάλε την Κουμαριανού να χορέψει κάνα οριεντάλ τώρα να στανιάρουμε! Αυτά εν ολίγοις έλαβαν χώρα χθες βράδυ στον τεχνοχώρο Φάμπρικα. Ήταν μια βραδιά για φίλους κυρίως, αφιερωμένη στη Γώγου που την είδαμε και τη χορτάσαμε ξανά στη μεγάλη οθόνη, προτού ξεκινήσουν οι απαγγελίες, οι μαρτυρίες και τα τραγούδια. 
Με τον Βασίλη Μαζωμένο
Οφείλω να ευχαριστήσω στο σημείο αυτό τον Βασίλη Μαζωμένο για την πρόσκληση, τον Βασίλη Γουδέλη που το τρέξαμε καλά από κοινού εδώ και μία εβδομάδα, τα παιδιά της Φάμπρικας, τους συμμαθητές που με τίμησαν και τραβήχτηκαν από το Κερατσίνι και φυσικά τους εκλεκτούς καλλιτέχνες Πάολα Ρεβενιώτη, Εύα Κουμαριανού, Δημήτρη Παπαδάτο και Πάνο Μπούσαλη. Τι κρίμα να μην είναι μαζί μας και ο Αντρέας Παγουλάτος να διάβαζε κάτι και να μας μιλούσε...Θα το χαιρόταν πολύ. 
Με τις παλιές συμμαθήτριες και την Πάολα Ρεβενιώτη, αφού τα κορίτσια ζήτησαν να φωτογραφηθούν μαζί της

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Ο ''Compere'' Δώρος Δημοσθένους ή Όταν το ρετρό αγγίζει την αναδημιουργία!

Στο εξώφυλλο ο καλλιτέχνης με μία ρετρό αισθητική, συμφώνως δηλαδή και με το περιεχόμενο του δίσκου του: Μόνο ένα τραγούδι σε δικούς του στίχους και μουσική (Πάει κι αυτή η μέρα), ένα σμυρναίικο (Δεν σε θέλω πια), ένα του Μάρκου Βαμβακάρη (Τα ζηλιάρικα σου μάτια), ένα του Μίκη Θεοδωράκη και του Ιάκωβου Καμπανέλλη (Στρώσε το στρώμα σου για δυο, από τη Γειτονιά των Αγγέλων, με τη συμμετοχή του Louis Salvador), ένα από το χώρο του ξένου μιούζικαλ (What ever Lola wants, που τό'χουν τραγουδήσει οι πάντες, από τη Sarah Vaughan μέχρι τη δικιά μας Μαρινέλλα) κι από κει και πέρα, ένα του Λουκιανού Κηλαηδόνη από το Ελεύθερο Θέατρο (Δεν είναι κομπέρ) κι άλλα εφτά τραγούδια του λεγόμενου ελαφρού ελληνικού ρεπερτορίου (Τραϊφόρος, Σουγιούλ, Κοφινιώτης, Σακελλάριος, Γιαννίδης, Μουζάκης κ.α.) Θα είμαι ειλικρινής, ήμουν έτοιμος να...μαλώσω σχεδόν τον φίλο και σπουδαίο ερμηνευτή Δώρο Δημοσθένους που κάνει ακόμη μία δισκογραφική εξόρμηση με διασκευές σε τραγούδια δοκιμασμένα και κοσμαγάπητα. Γνωρίζω δηλαδή πως ο Δημοσθένους έχει στο συρτάρι του ωραία ατμοσφαιρικά κομμάτια, ακόμη και με ηλεκτροακουστικές μουσικές, τα οποία είναι κρίμα να μην έχουν εκδοθεί. Ωστόσο, σέβομαι τη δυσκολία των καιρών για κάθε δημιουργό που θα ήθελε να εκδώσει το υλικό του, πόσο μάλλον που το άλμπουμ ''Compere'' είναι μία ανεξάρτητη παραγωγή. Τέλος πάντων, εν συνεχεία ευτυχώς που αυτή η νέα δουλειά του με κέρδισε - απόλυτα, όμως - και θα εξηγήσω τους λόγους: Το ρεπερτόριο που ο Δημοσθένους επέλεξε δεν εξαντλείται στα όρια της παρελθοντολαγνείας, έτσι τουλάχιστον όπως αναδημιουργήθηκε. Διότι περί αναδημιουργίας πρόκειται: Από τα τυμπάνια που σκάνε στην εισαγωγή του εναρκτήριου Ας ερχόσουν για λίγο και τη blues άποψη του στην Αναπνοή μου, όσο τα tracks προχωρούν, γίνεται σαφές πως έφτιαξε έναν κεφάτο δίσκο, ο οποίος κινείται σε ένα σπάνιο - για τα εγχώρια δεδομένα - jazzy swingάτο κλίμα! Καμία σχέση δηλαδή με ανάλογα εγχειρήματα συναδέλφων του που σπάνε το κεφάλι τους για να πρωτοτυπήσουν, αντιμέτωποι κατ' επιλογήν με ένα τέτοιο υλικό. Δεν τον ενδιαφέρει καμία πρωτοτυπία τον Δημοσθένους! Το κέφι του κάνει και γι' αυτό κερδίζει τις εντυπώσεις. Θα έλεγα ακόμη πως είναι τόλμημα εκ μέρους του να γίνεται ένας compere με τα όλα του, αυτός που έχει βάλει τη φωνή του σε κύκλους τραγουδιών μεγάλων συνθετών, από τον Λάγιο και τον Χατζιδάκι μέχρι τον Λεοντή και τον συμπατριώτη του τον Χριστοδουλίδη. Ο Δημοσθένους κινείται ακομπλεξάριστα, δεν ξεχνά τη θητεία του στο μιούζικαλ και στο πλευρό του Κηλαηδόνη, φτιάχνοντας μία περσόνα καλλιτεχνικά ευέλικτη και σοβαρή, σα να είναι ο μόνος που κάνει τόσο καλά ό,τι κάνει κάθε φορά. Οι κριτικές από τα live του, μάλιστα, μιλάνε για ένα μοναδικό κράμα ροκαμπιλά α λα Presley και ποιοτικού διασκεδαστή! Για δες τώρα, λοιπόν, που ακούς το CD αυτό και είναι σα να τον βλέπεις live, κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται φυσικά ο ίδιος και η μεγάλη φωνή του, αλλά εξίσου και η μπάντα που τον συνοδεύει - στο ένθετο διαβάζουμε τα ονόματα 30 μουσικών, που είναι αδύνατο να αναφερθούν όλοι. Υπερπαραγωγή κανονική δηλαδή! Ένα ακρόαμα με big band που παραπέμπει σε αντίστοιχες δουλειές του εξωτερικού, οι οποίες δεν είναι και λίγες διεθνώς, αν το ψάξει κανείς. Το βασικότερο στοιχείο, όμως, του δίσκου είναι ότι ακούγεται σαν το νεογέννητο αδερφάκι του One for the road, εκείνου του προ 10ετίας άλμπουμ του από τη Μικρή Άρκτο. Είχα γράψει τότε πως ένα τέτοιο άλμπουμ θα το άκουγες στο πιο καλόγουστο νυχτερινό μπαρ του Βερολίνου. Σήμερα για το Compere θα πω πώς ακούγεται σαν μια ανάσα δροσιάς, μια έκφραση του κεφιού και της χαράς, που έχει τόσο μεγάλη ανάγκη ο κόσμος...Όχι μόνο στο σπίτι του ακούγοντας το, αλλά και σε μία έξοδο του που θα πάει ν' ακούσει και να δει live τον εν λόγω καλλιτέχνη!
* Το CD Compere του Δώρου Δημοσθένους κυκλοφορεί από την purplelily records
** Ο Δώρος Δημοσθένους εμφανίζεται στη Ρότα τα Σάββατα 25/3 και 8/4 με τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο
*** Το post αφιερώνεται στη μνήμη του Chris Gog, μεγάλου φαν του Δώρου Δημοσθένους και κοινού μας φίλου, που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή τον περασμένο Ιανουάριο

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Μαρία Θωίδου - Γιώργος Νταλάρας: Δύο νέοι δίσκοι με τα δικά τους χαρακτηριστικά

Δύο δίσκους εκ διαμέτρου αντίθετους πάμε να εξετάσουμε στο post αυτό, που όμως κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα σχεδόν, ο ένας από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σε διανομή του Μετρονόμου και ο άλλος από τη νεοϊδρυθείσα Spider Music, η οποία μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι. Πρόκειται για τα άλμπουμ ''Η Αλήθεια είναι δύο'' της Μαρίας Θωίδου και ''Πες το για μένα'' του Γιώργου Νταλάρα σε μουσικές του Ανδρέα Κατσιγιάννη και στίχους διάφορων στιχουργών. Καταρχάς με το άλμπουμ ''Η Αλήθεια είναι δύο'' η Θωίδου εξακολουθεί να βαδίζει στα γνώριμα ιδιοσυγκρασιακά μονοπάτια της, συνεπικουρούμενη από δύο διαφορετικά σχήματα: Τους Drasta (Φίλιππος Κωσταβέλης, James Wylie, Αγαμέμνων Μαρδάς, Νίκος Ψοφογιώργος) και τους Χαμένους Εραστές (Θύμιος Ατζακάς, Κώστας Ράπτης, Κυριάκος Ταπάκης, Λουκάς Μεταξάς, Νίκος Παραουλάκης). Συμμετέχει ακόμη στα φωνητικά η Έλσα Μουρατίδου. Το παράδοξο είναι πως ενώ έχουμε δύο διαφορετικά μουσικά projects της Θωίδου, ηχογραφημένα live στο παρελθόν, στο CD έχουν μπει ένα κομμάτι από το ένα και ένα από το άλλο εναλλάξ, διατηρώντας παρόλα αυτά μιαν ηχητική και υφολογική ομοιογένεια. Ίσως γιατί ο πυρήνας και των δύο projects είναι αυτός της jazz με εμβόλιμα στοιχεία από την ευρύτερη παράδοση, αλλά και από το λεγόμενο έντεχνο - το τελευταίο βασικά μέσα από καλοσχηματισμένα τραγούδια σαν το ''Κάθε φορά'', το ''Κάτι βραδάκια'' και το ''Ούτε που ξέρεις''. Υπάρχουν όμως και κομμάτια που βασίζονται κατά κόρον στο σπάσιμο της κλασικής φόρμας του τραγουδιού μέσα από ''απλωμένες'' μακροσκελείς free form συνθέσεις της Θωίδου, καθώς και με τη φωνή της, την οποία χειρίζεται σαν ένα εργαλείο ευέλικτο. Όσο για τους στίχους της μια...παραξενιά τη συναντάμε κι εδώ, εφόσον, αν και οι περισσότεροι παραπέμπουν σε μικρά δημοτικοφανή αφηγήματα με ρίμες, αυτό δε φανερώνεται κατά την ερμηνεία της και τη σύμπλευση της με τα δύο μουσικά σχήματα. Έτσι, συχνά ο λόγος ακούγεται διάσπαρτος μέσα στα κομμάτια, κάτι που σίγουρα κομίζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, απ' την άλλη όμως δε βοηθάει έναν αμύητο ακροατή να έρθει σε στενή επαφή με το υλικό καθ'αυτό. Ξεχωριστά για μένα κομμάτια το ''Ανείπωτο ποτό ή Το νερό της σελήνης'' και ''Το νησί των χαμένων εραστών'' (με τους Χαμένους Εραστές αμφότερα) που ανήκουν σ' αυτά της free form που λέγαμε, με τους αυτοσχεδιασμούς στην ηλεκτρική κιθάρα από τον Ατζακά! Το ακούς, αφήνεσαι ως ακροατής και άμα το ''δεις'' κι απ' τη μεριά της δημιουργού, αντιλαμβάνεσαι γιατί ενδεχομένως να μην την ενδιαφέρει ένα πιο αμύητο κοινό. Εν κατακλείδι, ένα πολύ ιδιαίτερο, στα όρια του ιδιότροπου, άλμπουμ με τη Μαρία Θωίδου να μην κάνει την παραμικρή καλλιτεχνική έκπτωση γι' ακόμα μία φορά! Προς τιμήν της! 
Στον αντίποδα, το καινούργιο άλμπουμ του Γιώργου Νταλάρα στοχεύει στις ραδιοφωνικές μεταδόσεις, όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, προτείνοντας όμως έντεκα καλοφτιαγμένα αμιγώς λαϊκά και λαϊκότροπα τραγούδια με την υπογραφή του Ανδρέα Κατσιγιάννη, γνωστού από την Εστουδιαντίνα Βόλου και από τις συνεργασίες του, τόσο με τον Νταλάρα, όσο και με άλλους ερμηνευτές. Για την ακρίβεια, ήταν σίγουρο πως ο Κατσιγιάννης θά'κανε κάποια στιγμή ολόκληρο δίσκο με δικές του συνθέσεις για τον Νταλάρα. Απ' την πρώτη ακρόαση φαίνεται πως ο Κατσιγιάννης ''τό'χει'' απόλυτα! Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, ένα σε τσιγγάνικο ύφος (το ομότιτλο του δίσκου με τη συμμετοχή της Ελένης Βιτάλη σε στίχους της Λίνας Δημοπούλου), τα αμέσως επόμενα ''Κατοστάρικα'' σε ατόφιους ρεμπέτικους στίχους της Ελένης Φωτάκη που κλείνουν το μάτι (και από μουσικής άποψης) στο ''Ρεμπέτικο'' του Ξαρχάκου, τα πιο χαμηλότονα ''Παραμύθια'' σε στίχους της Ελένης Γιαννατσούλια (κατά τη γνώμη μου το ωραιότερο ντουέτο του δίσκου, Νταλάρας - Μελίνα Ασλανίδου), τα ''Όνειρα'' με τους συγκινητικούς στίχους της Δημοπούλου (Μόνος και ρέστος έμεινα/ Εγώ που σ' όλους έδινα/ Δεν έχω πια κανένα), το ''Ασπρογάλανο χαρτάρι'' σε στίχους του Ισαάκ Σούση (η ηλεκτρική κιθάρα του Χριστόφορου Κροκίδη κάνει ένα εντυπωσιακό πέρασμα) καθώς και το ''Στα τραγούδια θα με βρεις'' σε στίχους του τραγουδοποιού Μίλτου Πασχαλίδη, ο οποίος επίσης το μοιράζεται ερμηνευτικά με τον Νταλάρα, διαφοροποιώντας το κατά ένα τρόπο από το λαϊκό κλίμα του πρώτου μέρους της δουλειάς. Προσωπικά, το ''Στα τραγούδια θα με βρεις'' μού θύμισε εκείνα τα όμορφα τραγούδια του συχωρεμένου Δημήτρη Λάγιου για τη φωνή του Νταλάρα! Μετά απ' αυτό το κομμάτι, λοιπόν, καθώς ο δίσκος φτάνει προς το τέλος του, σα να περνάμε σε άλλη ενότητα με τα έγχορδα να κάνουν την εμφάνιση τους σε συνδυασμό με έναν πιο εξηλεκτρισμένο ''έντεχνο'' ήχο. Στίχους ακόμη έγραψαν ο Χρήστος Παγώνης και ο Νίκος Μωραΐτης. Ειδική αναφορά δε θα κάνω στις ερμηνείες του Γιώργου Νταλάρα, που εξακολουθούν να κινούνται σε καλά πλαίσια, αλλά στη φωτογραφία του στο εξώφυλλο δια χειρός Μάρως Χρυσανθοπούλου. Σκέφτεται την επόμενη κίνηση του ο Νταλάρας, η οποία - αν υποτεθεί πως ηχογραφεί ακατάπαυστα είτε ολοκληρωμένα άλμπουμ, είτε συμμετοχές του σε δουλειές άλλων - δεν πρόκειται να αργήσει!

Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Σοφία Φιλιππίδου: Καθώς ψυχορραγεί και εξομολογείται ένα μεσημέρι στα Εξάρχεια...

Είναι η πρώτη φορά που σας παίρνω συνέντευξη, κυρία Φιλιππίδου, οπότε θα ήθελα να ξεκινήσουμε από το οικογενειακό σας background. Περισσότερο για μένα, όχι τόσο για τους αναγνώστες μας.
Προέρχομαι από πολυμελή οικογένεια, τέσσερα αδέρφια και μπαμπάς - μαμά. Η μαμά μου φιλότεχνη μ' ένα τρόπο απλοϊκό, λαϊκό, ναΐφ. Πρόσφυγες με αριστερές καταβολές, ο μπαμπάς μου απ' τη Μικρά Ασία, η γιαγιά μου απ' την Ανατολική Ρωμυλία και η μαμά από μπαμπά Κρητικό γεννήθηκε στην Κρήτη και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Όλος ο αγώνας στο σπίτι ήταν να επιβιώσουμε κι έτσι απ' τη μια μαθαίναμε να ζούμε σε εμπόλεμη κατάσταση, απ' την άλλη ο μπαμπάς μου έφερνε βιβλία στο σπίτι. Ήταν της άποψης να αποκτήσουμε γνώση και κατόπιν την ανεξαρτησία μας μέσω της εργασίας.
Βιώσατε τη φτώχεια ως παιδί;
Ναι, εγώ την πρόλαβα. Βίωσα αυτό που λένε να μην έχεις παπούτσια ή παλτό.
Η φτώχεια είναι ένα βίωμα άσχημο, αλλά λέγεται πως βοηθά τον άνθρωπο στη μετέπειτα ζωή του.
Νομίζω πως η ταπεινή καταγωγή είναι ένα μεγάλο θέμα και θέλει να το ψάξει πολύ κανείς ή να ψυχαναλυθεί. Είναι μια αναστολή μπροστά στην άλλη τάξη, αλλά και μια δύναμη που σε ωθεί ν' αγωνιστείς για να ανέβεις ακριβώς ταξικά. Να μπορείς να συνομιλήσεις δηλαδή με την ανώτερη τάξη, η οποία κρατά τα κεκτημένα της και πάντοτε σε έχει σε μία απόσταση. Αυτό για μένα ήταν πάντοτε ανάχωμα σε όλη μου τη διαδρομή, το να προσεγγίσω με ευγένεια και σεμνότητα χωρίς αρπακτική διάθεση την άλλη τάξη των μορφωμένων που ήταν πάντα πιο κοντά στα γεγονότα. Είναι μεγάλη διαδρομή να καλυφτεί το έλλειμμα αυτό από εμάς της κατώτερης τάξης που βγάζαμε τα παπούτσια μας όποτε βλέπαμε χαλί. Αυτό ήταν το δικό μου κάρο με τις πέτρες που κουβαλούσα.
Αυτό το κάρο άδειασε κάποια στιγμή απ' τις πέτρες του;
Τώρα έφτασα στο σημείο να συνομιλώ με τους ανθρώπους επί ίσοις όροις.
Εγώ πάλι πιστεύω ότι η κατώτερη τάξη σας είναι υπεύθυνη για το ότι σήμερα είστε εξαιρετικά προσηνής, ένας κατά βάθος λαϊκός άνθρωπος.
Αυτό δεν θα μπορούσα να το αποδεχτώ, γιατί όσοι ξέρουν τη γειτονιά μου, τα Εβραίικα της Θεσσαλονίκης με τα χώματα και τα εγκατελειμμένα σπίτια των Εβραίων που επινοικιάστηκαν στους πρόσφυγες, ξέρουν και ότι ήμασταν προλετάριοι. Δεν ήμασταν στα σπιτάκια με τις αυλές και τα ουζάκια και τα τραγούδια, δεν είχαμε σχέση με τις άσπρες φανελίτσες και τις εικόνες του ελληνικού κινηματογράφου - πως να το πω - ήμασταν πιο ''κάτω'', πιο λούμπεν, πιο προλετάριοι, πιο καταραμένοι. 
Γι' αυτό αγαπάτε και τους καταραμένους ήρωες στην Τέχνη.
Ναι, και στα θεατρικά έργα και στα ποιήματα. Με ελκύει το βάσανο των ανθρώπων αυτών. Θυμηθείτε το υπόγειο που ζούσε ο Καρούζος.
Είχε αλλάξει πολλά υπόγεια ο Καρούζος.
Δυστυχώς τον Καρούζο τον γνώρισα μόνο μέσα απ' την ποίηση του. Έλεγα, όμως, για σκεφτείτε τον να βλέπει μόνο πόδια και παπούτσια να περνάνε έξω από την κάμαρα του! Είναι σπαρακτικό να σκέφτεσαι ότι ένας τόσο μεγάλος ποιητής έζησε σ' αυτά τα υπόγεια. Απ' την άλλη, αυτό με ελκύει, χωρίς να σημαίνει ότι δεν αγαπώ τους αστούς ποιητές. Το μεγαλείο έρχεται από παντού, απλά το άλλο έχει ένα βάσανο ερωτικό σχεδόν.
Την ηρωίδα που ενσαρκώνετε αυτόν τον καιρό θα τη λέγατε καταραμένη; Είναι ανορθόδοξο, πέραν του μύθου που συνέλαβε ο Φώκνερ, μία γυναίκα να προετοιμάζει τα της κηδείας της για να ταφεί στην πατρική γη της.
Το ανορθόδοξο το δέχομαι πιο πολύ από το καταραμένο στην ηρωίδα αυτή. Έχει κάτι το επαναστατικό συν μία αίσθηση πρώιμης φεμινιστικής κίνησης. Η γυναίκα αυτή δεν αγαπάει τον άντρα της και παρόλα αυτά κάνει τέσσερα παιδιά μαζί του - το ένα μάλιστα τό'χει κάνει με τον εραστή της, τον ιερωμένο. Αυτή είναι μια μικρή επανάσταση.
Μόνο μικρή; Τεράστια θα έλεγα για το κοινωνικό χωροχρονικό πλαίσιο.
Έχετε δίκιο. Μεγάλη επανάσταση είναι αυτή. Μπορείτε να φανταστείτε ότι η γυναίκα αυτή λέει στον άντρα της να πάει να τη θάψει στη γεννέτειρα της μόνο και μόνο επειδή δεν τον αγαπάει; Με απλά λόγια, αντί να πιάσουν την κουβέντα, μια και πέραν του κρεβατιού δεν έχουν καμία άλλη επικοινωνία, αντί να του πει ''Δε σ' αγαπώ'', ζητάει να τη θάψουν κοντά στον πατέρα της. 
Πράγματι, ένα στοιχείο που αναδύεται στην εντέλεια από το έργο είναι η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. 
Το μεγάλο στοιχείο είναι ότι ο Φώκνερ, που δεν έγινε τυχαία Νομπελίστας, βάζει όλους τους ήρωες να μιλάνε για τους εαυτούς τους και να ψυχαναλύονται μετά το θάνατο και το σκοτάδι. Η μητέρα γίνεται εξομολογητική μετά θάνατον και θέλει να τα πει όλα και οι ήρωες συγκρούονται μεταξύ τους, σα να ξαναρχίζει η ζωή και οι άνθρωποι να ανθίζουν μετά το θάνατο. 
Πόσο σας δυσκόλεψε η θεατροποίηση ενός μη θεατρικού έργου;
Πάρα πολύ! Το έργο ξεκίνησε να γίνει μονόλογος από τη Χλόη Κολύρη που είναι ψυχαναλύτρια, μεταφράστρια και φίλη του φίλου μου, Μένη Κουμανταρέα. Ήταν ελκυστική η ιδέα ενός μονολόγου, αλλά μόλις είχα βγει απ' τις ''Ευτυχισμένες μέρες'' και δεν ήθελα πάλι μονόλογο. Ζήτησα και ευτυχώς η κυρία Λεβίδη δέχτηκε να μας δώσει το θέατρο του Βογιατζή και μου ανάθεσε και τη σκηνοθεσία ώστε να κάνουμε το έργο με όλους τους χαρακτήρες του. Δουλέψαμε με το κείμενο της Κολύρη, καθώς είναι πολύ δύσκολο να κάνεις θεατρικό έργο ένα μυθιστόρημα. Πέτυχε, καθώς ρίξαμε πολλή δουλειά!
Δεν θέλατε επίσης να αναθέσετε σε κάποιον τρίτο τη σκηνοθεσία.
Θεωρώ πολύ υγιές το ότι τώρα τελευταία ξεκίνησα νά'χω επιθυμίες, γιατί όλοι κάποια στιγμή πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε. Απ' την επιθυμία ξεκινάμε κι ακολουθεί ο αγώνας μας για να την κάνουμε πράξη. Ο δρόμος αυτός είναι.
Τώρα τελευταία, ε; Η απουσία επιθυμιών δεν είναι ταυτόσημη με μιαν ανηδονία;
Το πέρασα εγώ αυτό. Είχα επιθυμίες και πολλές, αλλά νομίζω πως τις κρατούσα καταπιεσμένες. Μέσα από πολλά προβλήματα, την καταγωγή που λέγαμε, τη συστολή και την ευγένεια μου, δεν είχα τη δύναμη να θέλω πράγματα. Έπειτα είχα και μιαν άποψη εσφαλμένη για το θέατρο. Πίστευα ότι έπρεπε να δουλεύω συλλογικά και δεν έπαιρνα τα πράγματα στα χέρια μου, είτε γιατί δεν είχα την πληροφορία, είτε γιατί δεν είχα σπουδάσει στο εξωτερικό. Δούλευα, έκανα επιτυχίες, τις οποίες δε μπορούσα να εκμεταλλευθώ για μένα κι εκεί κατάλαβα ότι δεν τα πάω καλά με τον εαυτό μου. Ήξερα ότι θέλω να σκηνοθετώ και να δημιουργώ πράγματα, αλλά δεν ήμουν σε θέση να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις. Έχω ελλείμματα και αδυναμίες σαν άνθρωπος.
Μήπως, λέω εγώ τώρα, εγκλωβιστήκατε στην εικόνα της κωμικής ηθοποιού; Θα τό'χετε ακούσει άπειρες φορές αυτό.
Όχι, δεν ήμουν εγκλωβισμένη σε καμία εικόνα. Ήμουν εγκλωβισμένη στον εαυτό μου. Στα προσωπικά μου προβλήματα, στο ποια είμαι εγώ, από που έρχομαι, στο πως να διατυπώσω ευθαρσώς τι θέλω ακριβώς να κάνω. Είμαι γύρω - γύρω από ένα πράγμα χωρίς να είμαι μέσα στο πράγμα.
Θεωρείτε ότι τώρα διανύετε ίσως την πιο δημιουργική σας φάση;
Ναι και ευτυχώς, γιατί θά'χα πέσει σε κατάθλιψη. Βρήκα το δρόμο να κάνω πραγματικότητα την επιθυμία μου επιτέλους. Μέσα μου είχα δύο Σοφίες: Τη μία που δούλευε και την αγαπούσε πολύ ο κόσμος...Δεν ήμουν εγκλωβισμένη, λοιπόν, μόνο στην κωμική εικόνα. Ήμουν εγκλωβισμένη στην ταπεινή μου καταγωγή, στο ''καλό παιδί'', στο ότι πρέπει να μην αντιμιλάμε, να ακολουθούμε την ιεραρχία, στο ότι υπάρχουν οι μεγάλοι σκηνοθέτες και πρέπει να τους περιμένω να σκηνοθετήσουν. Κι ακόμη ήμουν εγκλωβισμένη μέσα στις μεγάλες πρωταγωνίστριες, στους κριτικούς, στο λεωφορείο που περνάνε οι άλλοι και σε σπρώχνουν. Λάθος να λέμε ότι εγκλωβίστηκα στην κωμωδία! Είμαι εγκλωβισμένη μέσα σ' έναν εαυτό με επικοινωνιακά προβλήματα, να λέω ή εγώ δεν καταλαβαίνω ή αυτοί που τους μιλάω δεν καταλαβαίνουν. Και πολλές φορές στις συνεντεύξεις μου λέω τι θέλω, αλλά αυτά τα πράγματα αφαιρούνται όταν εγώ εδώ και χρόνια δηλώνω ότι προσπαθώ να βρω το δρόμο μου με ένα τρόπο ευγενικό και αξιοκρατικό. Πλέον μπόρεσα και τό'κανα μόνη μου, κάτι που είναι επίπονο και δε μπορώ να το συστήσω στα νέα παιδιά, ''Περιμένετε να γεράσετε''...
Έχετε ανθρώπους - φάρους στη ζωή σας;
Εμένα οι φάροι της ζωής μου είναι όλοι οι πεθαμένοι συγγραφείς και ποιητές με τα βιβλία τους. Εκεί θα βρείτε τα πάντα και κανείς δεν είναι θύτης ή θύμα. Δε με ενδιαφέρει να γκρινιάξω και τα παίρνω όλα πάνω μου. Φάροι μου είναι και οι απλοί άνθρωποι, η μάνα μου και ο πατέρας μου, όπως και κάποιοι με σκαμμένα πρόσωπα. Οι άνθρωποι είμαστε ωραίοι. Οι άνθρωποι είναι ωραίοι. Κι απ' την άλλη υπάρχουν κι αυτοί που με στενοχωρούν και τους αποφεύγω. Στερημένους να τους πω; Αχόρταγους, βουλιμικούς, αγενείς;
Πείτε μου κάτι τώρα, έχω απέναντι μου μια γυναίκα...
Εμένα εννοείτε (γέλια)
Ναι, που αναρωτιέμαι αν έχει συμφιλιωθεί με το χρόνο.
Τώρα μπαίνω στη διαδικασία, μετά το θάνατο της μητέρας μου, να προετοιμάζομαι κι εγώ σιγά - σιγά για θάνατο. Αυτό μπορεί νά'ναι επώδυνο, αλλά και απελευθερωτικό. Δε γίνεται να νιώθουμε μονίμως αθάνατοι. Το σκέφτομαι καθημερινά, δεν έχω και παιδιά κιόλας. Σκέφτομαι και το μετά θάνατον, κάνω αγώνα να συμφιλιωθώ με το άγνωστο, το μαύρο, το σκοτάδι, το χώμα, το τίποτα και δε θέλω να το βλέπω έτσι. Δημιούργησα λοιπόν ένα κόσμο που πεθαίνει το ''Εγώ'' μου κι εκεί θα υπάρχει μόνο ένα ''Εμείς'' και θά'ναι όλα πολύ ωραία! 
Στη διαδικασία της σκέψης αυτής σίγουρα δε μπήκατε μόνο με το θάνατο της μάνας σας, αλλά και με το έργο του Φώκνερ.
Όταν διαβάζαμε το έργο, η μάνα μου αργοπέθαινε. Μεγάλη σε ηλικία, αλλά δεν έχει να κάνει...Όταν χάνεις τη μαμά σου, δεν είσαι κανενός πια. Είμαι δηλαδή της μαμάς μου με ένα τρόπο μεταφυσικό, γιατί έρχεται ευτυχώς στα όνειρα μου και πάντοτε παίρνω δύναμη. Αισθάνομαι ότι πέθανε και με αναγνώρισε μετά θάνατον. Σίγουρα αν δεν πέθαινε τη στιγμή που πέθανε, δε θα μπορούσα να κάνω την παράσταση. 
Άρα έπεσα τελείως μέσα!
Ναι...Θυμάμαι ότι ήμουν στην πρόβα κι έλεγα ένα μονόλογο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και μού'πε ο αδερφός μου ότι πεθαίνει η μαμά. Δεν την πρόλαβα. Ήταν ακόμα ζεστή, όμως. Ζούσα το θάνατο της μάνας μου και το δικό μου θάνατο στην πρόβα για την παράσταση. Πεθαίναμε μαζί με τη μάνα μου, ταυτόχρονα. Εκείνη ως μάνα κι εγώ ως ηθοποιός...
Είναι απίστευτο το πως μεταφέρετε επί σκηνής την αίσθηση της απώλειας. Ξεχνά κανείς το έργο ολόκληρο του Φώκνερ κι εστιάζει πάνω σας, έτσι όπως είστε ντυμένη νύφη, κι ερμηνεύετε λόγια ποιητικά. 
Έχω φτάσει με τα χρόνια σε ένα απλό, αλλά και πιο δύσκολο τρόπο υποκριτικής. Κατέχω τα μέσα μου και αφήνω εκτός το κραύγασμα, είναι ένας δρόμος στην υποκριτική μου που τον βρήκα και με εκφράζει. Νιώθω πιο κατασταλαγμένη και αποζητώ το νόημα των λέξεων μέχρι να επικοινωνήσουν με τον κόσμο. Μέχρι εκεί. 
Τό'χετε καταφέρει αυτό και το θέατρο είναι γεμάτο σε κάθε παράσταση.
Ευτυχώς, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει θέατρο. Θέλω όσο πιο πολύ κόσμο γίνεται, όπως και τα μεγάλα θέατρα. Η παράσταση αυτή είναι για να τη δει πολύς κόσμος, δεν είναι δηλαδή για λίγους, ούτε για συλλέκτες. 150 θέσεις έχει το θέατρο και θέλω, αν είναι δυνατό αυτό, νά'ναι πάντα γεμάτο!
Κι αν ένα έργο δεν έχει εμπορική επιτυχία, σώνει και καλά είναι αποτυχημένο; Ο Πολάνσκι, ας πούμε, είχε πει ότι οι ταινίες του Αγγελόπουλου απευθύνονται σε συλλέκτες γραμματοσήμων. Αυτό τον ακυρώνει ως μεγάλο δημιουργό;
Όχι, ο Αγγελόπουλος είναι μεγάλος δημιουργός και τις ταινίες του μια χαρά μπορεί να τις δει και το μεγάλο κοινό, αρκεί να είναι εκπαιδευμένο. Υπάρχει, λοιπόν, το κοινό, υπάρχει κι η αγορά που πουλάει το προϊόν και λέει πως θά'ναι αυτό. Δε φταίει μόνο το κοινό ή ο δημιουργός. Φταίνε και οι νόμοι της αγοράς που αν δε βάλουν ένα προϊόν μέσα σ' ένα κουτί, δε μπορούν να το πουλήσουν. Οι κατηγοριοποιήσεις αυτές έχουν διαμορφώσει τα έργα για τους ''λίγους'' και τους ''πολλούς''. Ωστόσο, η δική μας παράσταση δεν είναι για λίγους. 
Ακόμη και γι' αυτούς που δεν ξέρουν τι θα πει θέατρο;
Εντάξει, υπάρχουν κι αυτοί και θες πολλή δουλειά για να τους εκπαιδεύσεις. Δεν ξέρουν, δεν έχουν πάει ποτέ στο θέατρο κι εγώ τώρα δε μπορώ να πω ότι τους θέλω κι αυτούς. Τους αγαπάμε, αλλά αφού δεν ξέρουν από θέατρο... (γέλια)
Πόσο σημαντική είναι η συντροφικότητα; Δεν εννοώ τη συζυγική ζωή απαραιτήτως.
Πάντα είχα την ανάγκη ενός συντρόφου και ποτέ δεν με άφησαν μόνη μου. Δύο χρόνια μού έπαιρνε για να προσαρμοστώ σ' έναν άλλο άνθρωπο! Μετά από ένα χωρισμό, δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ όμως κλείνω σα γυναίκα, σα νά'ναι χειμώνας. Πρέπει έτσι να έρθει η προσωπική μου άνοιξη, που μπορεί στη φύση να κρατάει τέσσερις μήνες, σε μένα όμως κρατάει δυο χρόνια. Όταν όμως είμαι έτοιμη να ''ανοίξω'', τότε μόνη μου βγαίνω έξω. Ανοίγω την πόρτα μου για να πω ''Θέλω σύντροφο'', όπως κάνει κι η φύση.
Σαν τις γάτες τον Γενάρη ένα πράγμα!
(γέλια) Έτσι όπως βγαίνω έξω χαρούμενη σαν ένα λουλούδι που ανοίγει, αυτό φαίνεται και ο άλλος το εισπράττει. Έτσι ήρθε ο τωρινός μου σύντροφος που είμαστε μαζί από το '90.
Μιλάμε για 27 χρόνια σχέσης. Μπράβο! Πόσο εύκολα ή δύσκολα θα λέγατε το ''Σ' αγαπώ'' ή το ''Δε σ' αγαπώ'', όπως κι η ηρωίδα του έργου;
Στις αρχές των ερώτων μου και εγώ έκανα λίγους και μακροχρόνιους δεσμούς, είχα την ανάγκη να ανταλλάξω τα χαριτωμένα λόγια, όπως όλοι οι άνθρωποι, ''μ' αγαπάς'', ''σ'αγαπώ'' και ''για πόσο θα μ' αγαπάς'' κλπ. Ανασφάλεια ίσως είναι...Η αγάπη πρέπει να δείχνεται, όχι να λέγεται. Η αγάπη είναι κάτι πιο αδιόρατο, πιο λεπτό, ευαίσθητο, σα μεταξωτή κορδέλα, δεν είναι φλύαρη σαν ωριμάσει.
Είπατε πριν πως δεν έχετε παιδιά. Από επιλογή;
Απλά δεν αξιώθηκα να κάνω παιδί. 
Αν είχατε κάνει, θα ήταν τροχοπέδη στην πορεία σας προς την αυτογνωσία που μου περιγράψατε;
Οπωσδήποτε. Πάντα ένα παιδί είναι μία τροχοπέδη όταν λες τα μικρά ή τα μεγάλα όχι σου. Υπάρχουν άνθρωποι που συνδυάζουν παιδιά και μεγάλες καριέρες, αλλά και άλλοι που κάνουν μεγάλες θυσίες και συμβιβασμούς. Έχω μία ψευδαίσθηση πως εάν είχα παιδί, θα τού'χα πει πράγματα για το πως θα τα βγάλουμε πέρα οι δυο μας. Θα του μιλούσα λίγο πιο άναρχα για τη συνομωσία της ζωής, να μην υποταχθούμε τελείως οι δυο μας, ασχέτως αν συμφωνούσε και ο μπαμπάς ή όχι. Να καταφέρουμε δηλαδή να ελιχθούμε μεσ' σ' αυτή τη ζωή με τους νόμους της αγοράς.
Κοινώς, θα βγάζατε ένα παιδί σαν τον μικρό σας γιο στην παράσταση που υποδύεται ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος.
Ναι, ένα τέτοιο γιο θά'θελα. Πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις με το ίδιο σου το παιδί μια μικρή συνομωσία για να του δείξεις πώς να τα βγάλετε πέρα.
Πως νιώθετε λοιπόν που έχετε στην παράσταση τέσσερα παιδιά, τρεις γιούς και μια κόρη;
Μπορεί να είναι ένας ρόλος, αλλά είναι αλήθεια πως μπορώ σιγά - σιγά να γίνω τρυφερή, να χαϊδέψω ένα παιδί χωρίς να γίνομαι ενοχλητική, να μπορώ να χτενίσω την κόρη μου με μια τρυφερότητα ή με μιαν ανάγκη να την προστατέψω. Δεν ξέρω, ίσως για πρώτη φορά έχω ταυτιστεί τόσο πολύ με αυτό που λέμε μητέρα και μητρότητα, που εγώ δεν τη γνωρίζω.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσο πείθετε ως μάνα στην παράσταση, ειδικά όταν έψαξα και έμαθα μετά πως δεν έχετε κάνει δικά σας παιδιά!
Ίσως οφείλεται στο ότι δεν είμαι ο τύπος που δεν ήθελε παιδιά, απλά έτυχε να μην κάνω. Υπάρχει αυτή η πίστη μου στο ότι μπορούμε να κάνουμε παιδιά και ταυτόχρονα να είμαστε οι εαυτοί μας.
Βασανίζεστε από νευρώσεις, κυρία Φιλιππίδου;
Δε μπορώ να μιλάω για τις νευρώσεις μου, καθώς όλος ο κόσμος είναι γεμάτος με νευρώσεις. Νομίζω πως τις έχω βάλει σε έναν γλυκό ύπνο και δε λέω ύπνωση, ώστε να ξυπνήσουν και να γίνουν άγρια θηρία. Τις νανούρισα και κοιμούνται κι εγώ τις ταΐζω και τις ποτίζω να είναι εκεί φρόνιμες. Τις έχω υπό έλεγχο και δεν τις αφήνω να εκδηλώνονται σε μια πρόβα ή σε μια ταβέρνα και να βγαίνει αυτό το άγριο ακραίο πράγμα επειδή εγώ είμαι η Φιλιππίδου, λόγου χάριν. Είμαι πάντα ευγενική και δε θέλω να ενοχλώ τους ανθρώπους ή να είμαι το επίκεντρο της παρέας. Αφήνω τους άλλους να με βάζουν αυτοί εκεί που θέλουν.
Έχετε νιώσει ποτέ ενόχληση λόγω της αναγνωρισιμότητας σας;
Κάποιοι άνθρωποι δεν ξέρουν πως να αντιδράσουν και σ' αρπάζουν, σε φιλάνε, σου κάνουν ερωτήσεις. Μού'χει τύχει κι είναι κάτι που θέλει κατανόηση, αγάπη ή να μπεις λίγο στη θέση αυτού που το κάνει. Η ασφάλεια που δημιουργεί το γεγονός ότι ο κόσμος σ' αγαπάει, σ' εκτιμάει και σ' αποδέχεται, είναι τόσο μεγάλο δώρο που δεν πειράζει αν υπάρχουν και πέντε - έξι, οι οποίοι θέλουν να σ' αγκαλιάσουν. Πάντως, όποτε πάω στη γενέτειρα μου, στη Θεσσαλονίκη, μπορώ να προχωρώ σα χαμαιλέων ανάμεσα στους άλλους και να το λήγω το θέμα. Χαιρετιόμαστε σα νά'χουμε συνεννοηθεί ότι είμαι η Φιλιππίδου που έρχομαι να δω τη μαμά μου κι εσείς όλοι είστε οι καλοί γείτονες. Είμαι ανάμεσα τους, λέμε για τα ψώνια μας κι έτσι δεν υπάρχει ''Η Φιλιππίδου και οι άλλοι''. Κι αυτό ένας ρόλος μπορεί να είναι. 
Με τον Κουμανταρέα είχατε προσωπική γνωριμία, έτσι δεν είναι;
Βέβαια. Πριν 10 χρόνια, πάνω που άρχιζε η κρίση, δημιουργήθηκε η πρώτη μεγάλη επιθυμία μου να φύγω από τα μεγάλα θέατρα, που υπηρετούσα καθημερινά το ίδιο πρόσωπο για τις ανάγκες της αγοράς. Χρειαζόταν μια απελευθερωτική κίνηση και βρήκα τη δύναμη να την κάνω. Ανακάλυψα λοιπόν έναν ήρωα του Μέλβιλ, απευθύνθηκα στον Κουμανταρέα και μου έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσω τη μετάφραση του. Πήγαινα σπίτι του, με δέχτηκε ως ένας ευγενής επίσης άνθρωπος. Μετά τον πληθυντικό της γνωριμίας του πρώτου χρόνου, περάσαμε στον ενικό, μου είπε ''Τώρα περνάμε στον ενικό αριθμό'', αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε στα μάγουλα και γίναμε φίλοι.
Σας κόστισε ο θάνατος του, φαντάζομαι.
Ναι, γιατί ήταν αναπάντεχος και κυρίως γιατί θα ήταν κοντά μου τώρα και θα μού'δινε δύναμη. Πάντως, με ένα μεταφυσικό τρόπο παίρνω και τώρα δύναμη από τον Μένη, αφού και η πνευματική κληρονόμος του μού δείχνει την ίδια αγάπη και εμπιστοσύνη. Φυσικά τίποτα δε μπορεί να αντικαταστήσει τη φυσική παρουσία, την ευφυΐα του κι εκείνες τις υπέροχες φράσεις του, την εξυπνάδα, το χιούμορ, τον τρόπο που με κοιτούσε, τον τρόπο που κάπνιζε το τσιγάρο του. 
Και στην περίπτωση του Κουμανταρέα, όσο σημαντικό είναι το πρωτότυπο έργο ενός ξένου συγγραφέα, εξίσου σημαντική είναι και η ελληνική μετάφραση του.
Εννοείται, γιατί κάνει ένα έργο καινούργιο χωρίς να θέλει να προδώσει τον Φώκνερ, όπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου. Έχει να κάνει με ένα έργο στη διάλεκτο του Μισσισσιπή, μία ''χωριάτικη'' γλώσσα, αργκό, κάτι πολύ δύσκολο να αποδοθεί στα ελληνικά του στυλ ''Λάρισα'', ''Κρήτη'' ή ''Κύπρος''. Ήθελε να είναι κοντά στην αργκό του Φώκνερ του 1929, αλλά να μην είναι ελληνικό ιδίωμα. Εκεί ο Κουμανταρέας έκανε τεράστια προσπάθεια να δημιουργήσει μια νέα γλώσσα που δεν θα ήταν απαραιτήτως του χωριού της Ελλάδας ή της Αμερικής.
Εγώ πάντως αυτό που εισέπραξα είναι η έντονη ποιητικότητα στο λόγο των χαρακτήρων.
Έτσι είναι η μετάφραση, έτσι είναι όμως και ο λόγος στον Φώκνερ. Ο Φώκνερ βάζει έναν ημερολογιακό χρόνο εννέα ημερών, παίρνει μια οικογένεια, φτιάχνει μια υπόθεση, κατέχοντας καλά τη λογοτεχνία, φτιάχνει ήρωες - χαρακτήρες, πλοκή - σασπένς κι έπειτα σαν πρωτοπόρος της γραφής σπάει αυτή τη διαδρομή των εννέα ημερών από το μπαμπακόσπιτο μέχρι το Τζέφερσον. Μέσα στη ρεαλιστική αυτή γραφή το μυαλό φεύγει, πηγαίνει κάπου αλλού, ονειρικά, συνειρμικά, κάνοντας τελικά ποίηση. Έτσι όλοι οι ήρωες του γίνονται ποιητές. Ο ίδιος σαν ποιητής και σαν θεατρίνος μάς βγάζει τη γλώσσα, είναι τρομερό! Μεγάλος ποιητής, μεγάλος λογοτέχνης που προτείνει μια νέα αφηγηματική φόρμα.
Το έργο είναι μια τοιχογραφία του Νότου της Αμερικής, ενός τόπου βαθιά ρατσιστικού και ταξικού.
Σωστά. Εκεί υπάρχουν οι μαύροι οι δούλοι που δουλεύουν στα βαμβάκια, στις φυτείες, αλλά εμείς ''είμαστε'' οικογένεια λευκών. Το έργο υπό αυτή την έννοια μιλάει κάπως στο σήμερα και γενικά οι μεγάλοι λογοτέχνες, σαν τον Φώκνερ, μιλάνε για πάντα. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι σπουδαίοι λογοτέχνες μιλάνε για πράγματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. 
Όνειρα κάνετε, κυρία Φιλιππίδου;
Ονειρεύομαι πάρα πολύ στον ύπνο μου! 
Κάθε βράδυ;
Ναι, αν και δεν είναι όλα για να τα επεξεργάζομαι, μερικά είναι φευγαλέα. Υπάρχουν όμως κάποια πολύ σημαντικά και εδώ και μια 20ετία έχω καμιά εικοσαριά τετράδια για να τα γράφω και να τα ζωγραφίζω μετά. Είναι το χόμπι μου!
Να ζωγραφίζετε όνειρα; Πρωτότυπο!
Θέλει πολλή δουλειά, αλλά μου αρέσει, με ξεκουράζει!
Σαν story board για animation film, μου ακούγεται!
Έχω πολύ υλικό από τα όνειρα μου κι εκτός αυτού, κρατάω πολλά τετράδια και με σημειώσεις μου από βιβλία που διαβάζω και μελετάω. Κρατάω ιδέες που πρέπει να τους αφιερώσω χρόνο με σκοπό κάτι να κάνω κάποια στιγμή. Κι αν δε γίνει τίποτα, δεν πειράζει, αν και θα μπορούσα...
Ακόμα και τώρα το κάνετε; Βρίσκετε χρόνο να αναλύετε τα όνειρα σας;
Τώρα κάνω επιλογή μέχρι να ''σκάσει'' το μεγάλο το καλό το όνειρο. Έχω μάθει τα όνειρα να μου μιλάνε σε βάθος χρόνου, εκεί που καμιά φορά σού μιλάνε την επόμενη μέρα κιόλας. Το κάνω μόνη μου και το χαίρομαι, όπως ένας άλλος θα έκανε κολύμπι ή σκι που εγώ δεν κάνω. Παλιά μού άρεσε να λύνω εξισώσεις γεωμετρίας ή άλγεβρας, ήταν η αγαπημένη μου ασχολία στο Γυμνάσιο, αλλά τώρα είναι τα όνειρα! 
Κι αν πιάσουμε τα πραγματικά όνειρα που αφορούν το επόμενο βήμα σας κάθε φορά;
Και τώρα μπαίνω στη διαδικασία τι θα γίνει άμα τελειώσω με τον Φώκνερ. Κάποια στιγμή θα τελειώσει μετά την επιτυχία και θα πρέπει να το τελειώσω. Όλα θέλουμε να τα κάνουμε κι έρχονται συνέχεια προτάσεις. Πρέπει όμως να ξανακούσω το μέσα μου, τον εαυτό μου για το τι θα θελήσει να κάνει. Κάθε πράγμα που κάνουμε είναι και μια φράση μας, πρέπει να συμβαδίζουμε με την εποχή μας, τη συντεχνία μας, τον κόσμο όλο. Ας μην είμαστε αυτιστικά μόνοι μας με τις επιθυμίες μας που μπορούν να καταντήσουν βουλιμικός αυτισμός. Πρέπει να κάτσω να δω τι γίνεται κι εκεί μέσα να ξαναϋπάρξω κι εγώ μ' ένα τρόπο ευγενικό ως καλλιτέχνις και ως άνθρωπος. Δεν το κάνω για μένα, ικανοποιώ και μια μανία για να επικοινωνώ. 
Μιλάτε για ώρες στο τηλέφωνο;
Όχι, δεν το κάνω, προτιμώ από κοντά να μιλάω...
Στα social media όμως έχετε μεγάλη παρουσία.
Ναι, γιατί θεωρώ ότι είναι το κομμάτι της δουλειάς μου. Παλιά, όταν είχα την ομάδα μου, ταλαιπωριόμουν πάρα πολύ. Έπρεπε να τρέχουμε με τα ποδήλατα να αφήνουμε τους φακέλλους με τα δελτία Τύπου στις ρεσεψιόν των εφημερίδων και να παρακαλέσουμε να μας γράψουν κάτι. Ορισμένους μας βοήθησε πάρα πολύ! Κάθομαι τώρα στο γραφείο μου και κοινοποιώ τη δουλειά μου, στέλνω προσκλήσεις απ' το inbox, αλλά βλέπω ότι και οι εφημερίδες προσαρμόζονται στη νέα επικοινωνιακή πραγματικότητα. Βλέπω δηλαδή ότι δεν έκανα λάθος που στράφηκα προς τα κει που γράφει κι ο Ομπάμα! Δε γίνεται νά'χει ο Ομπάμα twitter και facebook και να μην έχω εγώ (γέλια), τη στιγμή που ολόκληρη Αμερική βγάζει Προέδρους μέσα από το twitter! Δε γίνεται εμείς νά'μαστε απ' έξω, είναι κουτό! 
Ανέκαθεν ευθυγραμμιζόσασταν με την τεχνολογική εξέλιξη; 
Ισχύει. Παρακολουθώ την επιστήμη και είναι λάθος νά'ρχεται κάτι καινούργιο και να στεκόμαστε επικριτικά απέναντι του, κολλημένοι στην ''παράδοση''. Σαν τις γιαγιάδες πού'χαν μάθει στα ξύλα και μετά στη γκαζιέρα, αρνούμενες να δεχτούν τον ηλεκτρισμό. Δε γίνεται, πρέπει να προχωράμε. 
Αν ένας γιατρός σας έλεγε ''Ότι πει ο Θεός;'', πως θα το παίρνατε;
Επειδή το έζησα με τη μητέρα μου, υπάρχουν γιατροί που δεν τη λένε αυτή τη φράση. Ξέρουν δηλαδή μέσα τους ότι κάποιος πάει να καταλήξει και αφήνουν τον ίδιο και τους συγγενείς χωρίς την αγωνία του τέλους. Δεν βάζουν στο παιχνίδι στην αγωνία του θανάτου και σ' αφήνουν και λίγο στην πλάνη. Το βρίσκω ωραίο, δεν είναι ανάγκη να είμαστε με το μάτι γουρλωμένο όταν πεθαίνουμε. Εντάξει, φεύγουμε, ας γίνεται γαλήνια...
Όταν όμως υπάρχει μία ασθένεια που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, ακόμη και να κανονίσει τα κληρονομικά του ο ασθενής;
Βέβαια, υπάρχει κι αυτό. Σχιζοφρένειες και καρκίνοι...
Με τις σχιζοφρένειες δεν πεθαίνει κανείς...
Ναι, αλλά μπορεί να σε δέσουν, άμα έχεις μια σχιζοειδή παράνοια. 
Με εισαγγελική εντολή, εννοείτε.
Ακριβώς. Άμα αρνείσαι τη θεραπεία. Έπειτα δε γίνεται να παίζεις με τον καρκίνο ενός ασθενούς. Απλά εγώ λέω ότι έναν γέρο που πεθαίνει, καλύτερα να τον αφήνεις να πεθαίνει ήσυχος...
Τι πιστεύετε ότι έχει ένας καλλιτέχνης και οι γιατροί, που αναφέραμε, σκίζονται να τον εξυπηρετήσουν; Τό'χω βιώσει αυτό που σας λέω.
Μα δεν ''υποκλίνονται'' μόνο στον καλλιτέχνη και σίγουρα όχι μόνο οι γιατροί. Εγώ, ας πούμε, υποκλίνομαι στους γιατρούς, στους αστροφυσικούς, στους μαθηματικούς, στους αγρότες, σε απλούς ανθρώπους που ζουν κοντά στη φύση και καλλιεργούν τη γη. Εκτιμώ τους ανθρώπους που παράγουν έργο και ζωή! Και φυσικά υπάρχουν και όλοι αυτοί που αντιπαθώ. Έχω μια αλλεργία! Δεν τους κάνω κακό, τους έχω σε απόσταση! 
Αναφερθήκατε και πριν στους ''κακούς'' που ασχημαίνουν τη ζωή όλων μας με κάποια πικρία, αν μου επιτρέπετε.
Δεν είναι πικρία, είναι θέμα επιβίωσης. Γιατί να πάω σ' ένα χώρο μ' έναν τοξικό άνθρωπο; Είναι πολλοί άνθρωποι καλυμμένοι πίσω από μια μάσκα και θέλουν έτσι να κάνουν τη ζωή τους. Δε μπορώ ούτε να συνεργαστώ, ούτε να κάνω φιλίες μαζί τους...Ας έχουμε από μακριά μια ευγενική τουλάχιστον σχέση.
Φίλους έχετε πολλούς ή λίγους και καλούς; Φίλους - φίλους, όμως.
Δεν έχω πολλούς. Πολύς κόσμος μ' αγαπάει και εισπράττω πολλή αγάπη με το που εμφανίζομαι, σα να μου δείχνουν εμπιστοσύνη και να λένε ότι αυτή εδώ δε θα μας εξαπατήσει. Νομίζω ότι δε μπορούμε νά'χουμε πολλούς φίλους στη ζωή μας, γιατί η φιλία είναι πολύ δύσκολο πράγμα να την υποστηρίξεις. Εγώ έχω την αδερφή μου, έχω τον Κώστα, τον σύντροφο και φίλο μου ταυτόχρονα, έχω την οικογένεια μου και από κει και πέρα φίλους που είναι παρόντες χωρίς νά'ναι αναγκαστικά κοντά μου. Έχω επίσης πεθαμένους φίλους που μου λείπουν πολύ κι ακόμη ψάχνομαι για φίλους, δεν εγκαταλείπω. Έχω, ας πούμε, μια καλή φίλη που προέκυψε μέσω facebook, την Πόλυ Χατζημανωλάκη. Της είπα ''θέλω να βρεθούμε'', βγήκαμε μια, βγήκαμε δύο, γίναμε πολύ φίλες!
Οικογένεια.
Όχι, οικογένεια ειν' άλλο, γιατί καμιά φορά στην οικογένεια μέσα κάνεις πως δε βλέπεις - δεν ακούς. Υπάρχουν παιδιά, νύφες, ανίψια, κάτι που διαφοροποιείται απ' το νά'χεις ένα φίλο. Εγώ δεν τα βάζω όλα μαζί αυτά, είναι πολύπλοκες ''δουλειές''. Θέλουν άλλο χειρισμό.
Έχετε μετανιώσει ποτέ στη ζωή σας; Να γυρίζατε πίσω το χρόνο, που λένε.
Επειδή οι δρόμοι της ζωής μου συνδέονται με γεγονότα και κακούς χειρισμούς κι επειδή έχω τιμωρήσει πολύ τον εαυτό μου, παίρνοντας όλα τα λάθη πάνω μου, σήμερα έχω ηρεμήσει. Μπόρεσα να πω δηλαδή ''έπαθες αυτό ή εκείνο το κακό, γιατί αντίστοιχα έκανες αυτό ή εκείνο το λάθος''.
Nobody's fault but mine...
Ακριβώς. Επομένως για ποιο πράγμα να μετανιώσω; Αφού έκανα λάθη και τα αναγνώρισα και τα κατανόησα και τα πλήρωσα. Τώρα είμαι στη διαδικασία να αγαπήσω τον εαυτό μου, δε μπορώ άλλο να μετανιώνω και να ταλαιπωρούμαι. Θέλω να κατανοήσω το παιδί, την έφηβη, το ότι υπήρξα κι εγώ 16 και 17 ετών, ακόμα και όλες τις γυναίκες που με κυνηγάνε. Οι γυναίκες που ήμουν εγώ και που θέλουν την αγάπη μου. Δε μπορώ νά'μαι σκληρή μαζί τους. Έχω τιμωρήσει πολύ τον εαυτό μου, το ξανάπα! Τώρα θέλω να συμφιλιωθώ με μένα! Ξέρετε μόνο για ποιο πράγμα έχω μετανιώσει; Που δεν πήγα έξω να σπουδάσω θέατρο και να εξελίξω την τέχνη μου. Θα ήταν ένας καλός δρόμος στη ζωή μου. 
Δεν πειράζει, έχετε καταφέρει πολλά για τους άλλους, αν και πάλι εσείς αναφέρεστε στον εαυτό σας και το κατανοώ.
Δεν είχα την οικονομική άνεση και την κατάρτιση, πάντως έκανα ότι λένε τα βιβλία και τα σχολεία και οι δάσκαλοι. Γι' αυτό άργησα, γιατί τά'κανα όλα στη σειρά τους, σαν αυτό που λέμε ''το καλό παιδί και λίγο βλαξ'' (γέλια)
Τελειώσαμε. Σας ευχαριστώ πολύ και να συνεχίσετε τις παραστάσεις με την ίδια επιτυχία! 
Εγώ ευχαριστώ. Ο Θεός να σας βοηθήσει με τόσα που είπαμε (γέλια).
* Το έργο ''Καθώς ψυχορραγώ'' του Ουίλιαμ Φώκνερ στη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα και σε σκηνοθεσία Σοφίας Φιλιππίδου παίζεται στο θέατρο της οδού Κυκλάδων στην Κυψέλη κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Για τον συνθέτη Πάρι Παρασχόπουλο - απόψε στο Ρυθμός Music Stage της Ηλιούπολης

Εφτά χρόνια συμπληρώνονται σε λίγες μέρες από το θάνατο του ποιητή και αγαπημένου φίλου, Αντρέα Παγουλάτου, τον οποίο θυμάμαι να μου μιλάει όλο καμάρι - και δεν είναι υπερβολή αυτό - για τα τραγούδια που αξιώθηκαν να φτιάξουν κάποτε από κοινού με τον συνθέτη Πάρι Παρασχόπουλο. Για την ακρίβεια, πολλά χρόνια πριν τον μελοποιήσουν νεότεροι τραγουδοποιοί και συνθέτες, σαν τον Ηλία Βαμβακούση και τον Πάνο Μπούσαλη, ο Παγουλάτος μνημόνευε σταθερά τη συνεργασία του με τον Θάνο Μικρούτσικο στα 70s και με τον Παρασχόπουλο στην επόμενη δεκαετία. Ο Παγουλάτος χαιρόταν απίστευτα το συνταξίδεμα της ποίησης του με τη μουσική ως λάτρης της συγκεκριμένης τέχνης σε όλες τις μορφές της: από τα παλιά ρεμπέτικα τραγούδια μέχρι το ψυχεδελικό rock κι από τα νέγρικα blues μέχρι τη λεγόμενη σύγχρονη μουσική. Σ' αυτήν ακριβώς, τη σύγχρονη μουσική, θεωρούσε ότι ανήκει και ο Πάρις Παρασχόπουλος, που γεννήθηκε στις Σέρρες και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη για να βρεθεί στο Παρίσι, όπου σπούδασε τη μουσική και επί 12 χρόνια ήρθε σε στενή επαφή με όλα τα προοδευτικά κινήματα. Προτού γνωρίσω από κοντά κι εγώ τον Παρασχόπουλο, η εικόνα που είχα γι' αυτόν - μέσω του Παγουλάτου πάντα - ήταν αυτή ενός πρωτοποριακού συνθέτη, επηρεασμένου ίσως από τον Γιάννη Χρήστου, που επίσης ο Παγουλάτος είχε γνωρίσει και συνεργαστεί μάλιστα στα πολύ νεανικά του χρόνια. Δε μπορούσα τότε να γνωρίζω πως ο Παρασχόπουλος ανάμεσα στις πιο πειραματικές μουσικές αναζητήσεις του, σεβόταν απεριόριστα τη φόρμα του τραγουδιού με αρχή, μέση και τέλος, όχι μόνο μελοποιώντας τον γλωσσοκεντριστή Παγουλάτο, αλλά και τον Βασίλη Ρώτα, καθώς και τον Σταύρο Ζαφειρίου. Έτσι, η δική μου πρώτη γνωριμία με τη μουσική του έγινε προ 10ετίας περίπου με ένα τραγούδι του που κυκλοφόρησε σε CD μαζί με το ρηξικέλευθο λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Συντέλεια - προϊόν της φωτισμένης συνεργασίας του Παγουλάτου πάλι με τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη. Το τραγουδούσε ο Δημήτρης Νικολούδης, ένας σημαντικός ερμηνευτής της Θεσσαλονίκης, ικανός να υπηρετεί πάντα το καλό ελληνικό τραγούδι, είτε πρόκειται για το έντεχνο, είτε για το πιο περίτεχνο και σύνθετο, σαν αυτό δηλαδή του Παρασχόπουλου. Όταν ο Παγουλάτος έφυγε απρόσμενα από τη ζωή, ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη και συνάντησα για πρώτη φορά τον Παρασχόπουλο προκειμένου να του παραδώσω ένα σπάνιο ηχογράφημα: Τη φωνή του ποιητή, όπως την είχα διασώσει σε απαγγελίες ποιημάτων του, από κάτι ωραίες εκπομπές που κάναμε επί σειρά ετών πρώτα Στο Κόκκινο 105.5 και κατόπιν στο Κανάλι 1 του Πειραιά. Πέρασε ο καιρός και πόσο μεγάλη πραγματικά ήταν η χαρά της παραλαβής από το ταχυδρομείο του συλλεκτικού CD με τίτλο ''Χνάρια'', την ολοκληρωμένη αποτύπωση εν ολίγοις της εργασίας του Παρασχόπουλου πάνω στην ποίηση του Παγουλάτου και με ερμηνευτή τον Νικολούδη! Ομολογώ πως το CD αυτό που παρουσιάζουμε απόψε και που εγώ κρατάω στο αρχείο μου εδώ και μερικά χρόνια, ήταν ένα πολιτιστικό σοκ σχεδόν! Δεν λέω έκπληξη, καθώς, όπως είπα πριν, ο Παγουλάτος μού είχε γνωρίσει τον συνθέτη Παρασχόπουλο, μιλώντας μου για την πολυσχιδή καλλιτεχνική του προσωπικότητα - μία προσωπικότητα που εκφράστηκε κατά καιρούς μετά από τις συνθέσεις του για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το ντοκιμαντέρ, ακόμη και για το χορό και την τηλεόραση. 
Τα ''Χνάρια'' είναι ένα ανατρεπτικό μουσικό έργο, αναρχικό θα τολμούσα να πω, συμφώνως και με το τελικό άλφα - σύμβολο της λέξης του τίτλου. Είναι εντυπωσιακό πως ο Παρασχόπουλος μεταχειρίστηκε απρόβλεπτους μουσικούς συνδυασμούς σα να ήταν ζωγράφος σουρεαλιστής που μπροστά στο καβαλέτο του, αντί για χρώματα, δούλεψε με τις σκορπισμένες πάνω στο χαρτί λέξεις του Παγουλάτου. Δίχως κανένα βερμπαλισμό εκ μέρους του, με γνώση αντιθέτως της τέχνης του, δημιούργησε μια ''οικονομία λογισμών και αισθημάτων'', κατά πως θά'λεγε κι ο ποιητής, αξιοποιώντας εμβόλιμη τη φωνή του Νικολούδη και μουσικά όργανα, όπως το πιάνο, το μαντολίνο, τα πνευστά και τα κρουστά. Για μένα η συγκίνηση είναι μεγάλη κάθε φορά που ακούω τη συγκλονιστική φωνή του ποιητή να αναδύεται μέσα από τα ηχητικά τοπία του Παρασχόπουλου, υπενθυμίζοντας μου τη μόνιμη αγωνία, όχι μόνο δική του, αλλά έτσι όπως την εξέφρασε για κάθε συνάνθρωπό του: Ποιος θα βρεθεί ν' αθωώσει την αγάπη άνευ όρων; Κι αν ακόμη με τα ''Χνάρια'', ο Παρασχόπουλος αγκάλιασε τον λόγο του Παγουλάτου, έτσι όπως του ταίριαζε κι έτσι όπως θα τό'θελε κι ο ίδιος, με ένα άλλο έργο του, το ''Πανσέληνο βλέμμα'' (τι όμορφος τίτλος!) σε στίχους του Σταύρου Ζαφειρίου, ο συνθέτης έφτιαξε έναν υπέροχο κύκλο jazzy λαϊκότροπων τραγουδιών με τις φωνές του Νικολούδη, της Λίνας Παλερά και της Ιωάννας Δέσποινας Ζαζοπούλου. Με το ''Πανσέληνο βλέμμα'' ο Παρασχόπουλος με όχημα την ποίηση του Ζαφειρίου μοιάζει να αφήνει παράμερα τα παρισινά αμφιθέατρα και να μας παρασύρει σε ένα περίπατο στη Θεσσαλονίκη, στις Σαράντα Εκκλησιές του Ντίνου Χριστιανόπουλου, στον περιθωριακό Βαρδάρη και στα ρωμαϊκά απομεινάρια της πόλης, συνεπικουρούμενος από την Ορχήστρα Orion Art. Είναι εξαίσιο που το ''Πανσέληνο βλέμμα'' επανεκδίδεται σήμερα από τον Μετρονόμο του Θανάση Συλιβού και μπορούν κι άλλοι πολλοί να έχουν πρόσβαση στη σπάνια μελωδικότητα και στην ατόφια λαϊκή του ατμόσφαιρα. Ωστόσο, η έκπληξη που μας περίμενε στη γωνία δεν ήρθε ούτε και με το ''HoMo'', τις σουίτες που έγραψε ο Παρασχόπουλος για το σαξόφωνο του Θεόφιλου Σωτηριάδη με τη συμμετοχή στο βιμπράφωνο της Μαργαρίτας Κουρτπαρασίδου. Είπαμε, στη σύγχρονη μουσική ανήκει ο συνθέτης, απόλυτα λογικό επομένως να αντλεί κατά καιρούς την έμπνευση του από τα πιο προοδευτικά μουσικά ρεύματα. Η έκπληξη ήρθε κανονικά με την κυκλοφορία από τον Μετρονόμο του δικού του ''Ερωτόκριτου'' στην απόδοση του Βασίλη Ρώτα. 
Δεν έχω πρόβλημα να μαρτυρήσω πως το συγκεριμένο μουσικό έργο είναι εφάμιλλο του κύκλου ''Αχαρνής'' του Διονύση Σαββόπουλου και μπορεί ο ιστορικός του μέλλοντος κάπου εκεί να το συμπεριλάβει. Με τον ''Ερωτόκριτο'' ο Παρασχόπουλος αποδεικνύει, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη σύνθεση του, πώς την ιστορία πραγματικά τη φτιάχνουν οι παρέες. Και τι παρέες! Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αν υποτεθεί πως στο έργο αυτό έβαλαν τη φωνή τους ο αείμνηστος Νίκος Παπάζογλου, ο οποίος τότε μεσουρανούσε, αλλά και ο Σωκράτης Μάλαμας, που μόλις είχε βγάλει τις ''Ασπρόμαυρες ιστορίες'' του, ο αναρχικός στο πνεύμα Πάρις Παρασχόπουλος προχώρησε σε κάτι ακραίο: Ένα μεσημέρι πήγε, όπως λέει ο ίδιος στο ένθετο, από όλα τα γνωστά στέκια της Θεσσαλονίκης και πρότεινε σε όποιον έβρισκε, αν ήθελε νά'ρθει να τραγουδήσει στο στούντιο ένα τραγούδι! Μια πράξη αρκούντως ελληνική, η αποθέωση της εξωστρέφειας, της προσφοράς και της ζήτησης, σε μία περίοδο που ερχόμενος από το Παρίσι αποζητούσε την προσωπική του ελληνικότητα. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε με έναν κύκλο τραγουδιών γεμάτων από τον ήχο του τζουρά, του λαούτου, του μπαγλαμά και του βιολιού, καθώς και από τις ερμηνείες του Παπάζογλου, του Μάλαμα, του Σταύρου Ζιώγα, της Αγγελικής Λεμονή και της Όλγας Αθανασιάδου. Ενδεχομένως τώρα ο Συλιβός νά'χει βαρεθεί ν' ακούει συγχαρητήρια για τη δουλειά του εδώ και τόσα χρόνια στο χώρο των μουσικών εκδόσεων, θεωρώ όμως πως η ''γνωριμία'' που επιχειρεί του Παρασχόπουλου με ένα ευρύτερο κοινό είναι από τα πιο πρωτοποριακά και εναλλακτικά πράγματα που έκανε ποτέ με τον Μετρονόμο του. Έτσι, γιατί ο Παρασχόπουλος δεν είναι συνθέτης διάσημος Β' κατηγορίας, ίσως και Γ', όπως χιουμοριστικά αυτοπροσδιορίζεται. Είναι ένας Έλληνας συνθέτης Α' κατηγορίας, άλφα - άλφα που λέμε, όαση πραγματική μέσα στην περιρρέουσα ασημαντότητα ενός τραγουδιού που κατά κόρον προβάλλεται από τα μέσα. Γνωρίστε τον και αφεθείτε στην υψηλού επιπέδου Τέχνη του. Και ίσως κάποιοι μπορούμε να φανταστούμε ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο του Αντρέα Παγουλάτου, καθώς ακούει τα έργα του φίλου του. Όπου κι αν βρίσκεται.

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Η Τάνια Τσανακλίδου/ Έμι και ο Κωστής Καλλιβρετάκης/ Αλί στο, κατά Σίμο Κακάλα, ''Ο φόβος τρώει τα σωθικά'' του Φασμπίντερ στο Θέατρο Τέχνης

Ας ξεκινήσω μ' αυτό: Η ταινία ''Ο φόβος τρώει τα σωθικά'' (1974) είναι μία από τις πιο αγαπημένες μου, όχι μόνο από τη φιλμογραφία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, αλλά και από καταβολής κινηματογράφου γενικότερα. Μία ταινία που την ξέρω απ' έξω σχεδόν δίχως καμία υπερβολή, αφού, προ 20ετίας τουλάχιστον που την είχα πρωτοδεί, με είχε εντυπωσιάσει με τον μελοδραματικό και έντονα αντιρατσιστικό χαρακτήρα της. Επομένως, είχα πραγματική περιέργεια και μια αγωνία, η αλήθεια είναι, για το πώς θα μεταφερόταν στη σκηνή ενός θεάτρου από ένα νέο σκηνοθέτη με καλό όνομα στο χώρο και με μια ιδιαίτερα κοσμαγάπητη πρωταγωνίστρια. ''Ο φόβος τρώει τα σωθικά'' δεν είναι μία ταινία δωματίου, όπως λόγου χάριν είναι ''Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ''. Δεν έχει καν δύο-τρία πρόσωπα μόνο να συνομιλούν και να βγάζουν τα εσώψυχά τους. Αντιθέτως, είναι μία ταινία με το πρωταγωνιστικό ζεύγος των Έμι - Αλί στο επίκεντρο και γύρω τους ένα σμάρι σκατόψυχων ανθρώπων: Τις καθαρίστριες συναδέλφισσες της Έμι, τα ίδια της τα παιδιά, τους Άραβες φίλους του Αλί στο μπαρ, τη Γερμανίδα γκόμενα του, τον ρατσιστή μπακάλη της γειτονιάς κ.α. 
Έπειτα είναι και οι πολλοί χώροι που διεξάγεται δραματουργικά η ταινία, από το μπαρ που συνευρίσκονται ο Αλί με την Έμι και τους φίλους του, το διαμέρισμα της Έμι, το σπίτι των παιδιών της, τη γερμανική μικροαστική πολυκατοικία, το κυριλέ εστιατόριο, το μπακάλικο, έως και την κλινική που μεταφέρεται ο Αλί με κρίση στομαχικού έλκους στο τέλος τόσο της ταινίας, όσο και της παράστασης. Θα χαρακτήριζα σχεδόν άθλο το πώς μπόρεσε ο σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας να ''φορέσει'' όλα αυτά τα πρόσωπα σε πέντε μόνο ηθοποιούς επί σκηνής (με εξαίρεση την Τάνια Τσανακλίδου/ Έμι ως και ο Κωστής Καλλιβρετάκης/ Αλί γίνεται κάποια στιγμή Γιουγκοσλάβα καθαρίστρια) και να ''χωρέσει'' όλους αυτούς τους χώρους στο ένα και μοναδικό ευμετάβλητο σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη. 
Κάτι τέτοιο, λοιπόν, απαιτεί γρηγοράδα μαζί με παύσεις που θα βοηθήσουν το πέρασμα από τη μία σκηνή στην άλλη δίχως να χαθεί η μπάλα, που λένε. Οι ηθοποιοί αλλάζουν ρούχα στη σκηνή μπροστά στους θεατές, φοράνε στο κεφάλι χαρτοσακούλες ως άλλοι ρατσιστές της Κου Κλουξ Κλαν και μαύρα προσωπεία πάνω στις ίδιες σακούλες για να γίνουν πρόσκαιρα οι Άραβες φίλοι του Αλί. Μοιραία ο θεατής γελάει - όταν δεν χαμογελάει απλά - και το δράμα μειώνεται, το συναίσθημα υποσκελίζεται από τα σκηνοθετικά ευρήματα και αυτομάτως έχουμε μία καινούργια φρέσκια άποψη πάνω στη γραμμική φιλμική αφήγηση του Φασμπίντερ. Διότι, ως γνωστόν ο μακαρίτης αυτό που πρότεινε και που άλλαξε εν πολλοίς το νέο γερμανικό κινηματογράφο, από το 1960 και μετά, ήταν κυρίως τα θέματα του και όχι η αντίληψη του για την κάμερα και το πλανάρισμα του. Επιπλέον, έτσι όπως ο Κακάλας σκηνοθέτησε το συγκεκριμένο έργο του, το μήνυμα παραμένει εύληπτο και εξαιρετικά επίκαιρο: Μην ξεχνάμε πως ζούμε στο 2017 που οι επιθέσεις κατά των ξένων στη Γερμανία επανήλθαν στο προσκήνιο μαζί με τους νοσταλγούς του Χίτλερ - κάτι που θα ήταν εφιαλτικό όνειρο το 1979, το 1986 ή το 2000, δηλαδή κατά τη διάρεια αυτών των 43 χρόνων που η ταινία ταξιδεύει στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Υπό αυτή την έννοια θεωρώ επιτυχημένο που το ''love song'', το οποίο ενώνει ερωτικά την Έμι και τον Αλί είναι το all time classic ''Careless whisper'' των WHAM, όπως και το ότι ο Αλί παίζει με το κινητό του τηλέφωνο αμήχανα, όποτε βιώνει τα ρατσιστικά σχόλια του περίγυρού του. Παρόλο λοιπόν που τα κοστούμια της Claire Bracewell παραπέμπουν περισσότερο στα 70s, η παράσταση στο σύνολο της είναι άχρονη, όπως ακριβώς άχρονος είναι τελικά και ο ρατσισμός στις ψυχές των ανθρώπων. Υπάρχουν ακόμα δύο σκηνές που θα ήθελα να ''σταθώ'' από την παράσταση: Η μία την αποφορτίζει από το βαρύ κοινωνικό και ιδεολογικό της υπόβαθρο και η άλλη έχει έναν απώτερο σκοπό ύπαρξης. Η πρώτη είναι όταν η Έμι και ο Αλί δηλώνουν την επιθυμία τους να φύγουν απ' όλα και απ' όλους για λίγες μέρες. Μία κουρτίνα ανοίγει και αυτοί πλάτη στο κοινό, όπως και οι άλλοι τρεις ηθοποιοί, αγναντεύουν μια τουριστική ρεκλάμα της λίμνης Στάιν. Θα μπορούσε βέβαια το αλπινιστικό τραγούδι να ακούγεται πολύ λιγότερο απ' ότι το ακούσαμε, να μην άγγιζε εν ολίγοις την κωμωδία η όλη κατάσταση, αλλά είπαμε...Είναι τόσο βαριά η πραγματικότητα που βιώνουν τα δύο κεντρικά πρόσωπα, είναι τόσο νοσηρό το κλίμα της ξενοφοβίας και του μίσους απέναντι τους, ώστε ο Κακάλας θεώρησε σωστό να ''ξεκουράσει'' τον θεατή, να τον κάνει να ''ανασάνει'' προτού Έμι και Αλί επιστρέψουν στους φυσιολογικούς ρυθμούς τους και βρεθούν ξανά αντιμέτωποι με τους ρατσιστές. Η δεύτερη σκηνή είναι όταν η Δήμητρα Κούζα/ Γερμανίδα γκόμενα του Αλί και ιδιοκτήτρια του μπαρ περιφέρεται απ' άκρη σ' άκρη του θεατρικού stage χορεύοντας λάγνα στους ρυθμούς του ''Silence is sexy'' των Einstürzende Neubauten, αυτής της αριστουργηματικής new wave μπάντας που ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 1980. Η σκηνή καταλήγει σε ένα άγριο υποφωτισμένο γαμήσι μεταξύ εκείνης και του Αλί με το μήνυμα να είναι και πάλι εύληπτο: Τα δύο αυτά πρόσωπα δεν κάνουν έρωτα με συναίσθημα, όπως συμβαίνει με τον Αλί και την Έμι στον αντίποδα. Δεν έχουν καμία ψυχική ανάγκη περαιτέρω επικοινωνίας, αλλά καλύπτουν τη γενετήσια ορμή τους και ικανοποιούν το ένστικτό τους, γι' αυτό και ο ανύπαρκτος από μηχανής θεός προστάζει την επανένωση των ''καταραμένων'', της Έμι και του Αλί εν προκειμένω. 
Πάμε τώρα και στο υποκριτικό - ερμηνευτικό κομμάτι της παράστασης: Γνωρίζω από πρώτο χέρι πως η Τάνια Τσανακλίδου μελέτησε πολύ την ταινία του Φασμπίντερ και την όλη παρουσία της πρωταγωνίστριας Μπριγκίτε Μίρα. Κι αν η ίδια παραμένει γοητευτική και ερωτική στα 60 τόσο της, εν αντιθέσει με την ασχημούλα φασμπιντερική πρωταγωνίστρια, πολύ σωστά υιοθέτησε αυτή την αφέλεια στο λόγο και τις κινήσεις της, αναδεικνύοντας το φόβο μα και την τόλμη τελικά μιας μικροαστής καλόψυχης γυναίκας απέναντι στον απρόσμενο και κοινωνικά καταδικαστέο έρωτα. Όσο συμπαθητική αποφαίνεται η Μίρα στην ταινία, άλλο τόσο συμπαθητική αποφαίνεται και η Τσανακλίδου στην παράσταση - θα πρόσθετα μάλιστα πως η δραματική σε ορισμένα σημεία ερμηνεία της ξαναδίνει στο, φορτωμένο από τα προαναφερθέντα σκηνοθετικά ευρήματα, έργο τον απαραίτητο δραματικό χαρακτήρα του. Ειλικρινά, όταν προς το τέλος του έργου αυτοπροσδιορίζεται ως ''γριά'' μπροστά στον νεαρό ξένο σύζυγο της, με παρέπεμψε σε εκείνη την επληκτική συνέντευξη που μου είχε δώσει τον Ιανουάριο του 2016 για τη LIFO: ''Ντράπηκα που είχα σχέση με έναν άνδρα, ένα αγόρι, την ίδια ώρα που έβλεπα νά'χουν κρεμάσει τα μούτρα μου'' μου είχε πει τότε...Το ίδιο σχεδόν που λέει και στον Αλί, συγχωρώντας του την απιστία να πάει με μιαν άλλη νεότερη της γυναίκα! ''Δε χάθηκε κι ο κόσμος'' είναι τα λόγια της προτού αγκαλιαστούν και ξεπεράσουν ακόμα μία δοκιμασία στη σχέση τους. Εξαιρετικός ως Αλί και ο Κωστής Καλλιβρετάκης χωρίς περιττές εξάρσεις στην ερμηνεία του. Είναι απλά ο ξένος Άραβας που γνωρίζει το πιο σκληρό πρόσωπο των Γερμανών και τη ζεστασιά στο πρόσωπο της Έμι. Χαρακτήρας πράος που προσπαθεί να επιβιώσει κυριολεκτικά με έντονη την επιθυμία του να αγαπηθεί και να αγαπήσει κι αυτός. Παρακολουθώντας τον Καλλιβρετάκη να παίζει δίπλα στην Τσανακλίδου, ήμουν σίγουρος πως θά'χε εξίσου μελετήσει πολύ και σοβαρά την ερμηνεία του El Hedi Ben Salem στην ταινία του Φασμπίντερ. Τελικά, όπως με ενημέρωσε ο ίδιος αμέσως μετά, όχι μόνο είχε πράγματι μελετήσει τον αδικοχαμένο Άραβα ερασιτέχνη ηθοποιό και εραστή του Φασμπίντερ, αλλά είχε προλογίσει και το, γυρισμένο γι' αυτόν, ντοκιμαντέρ της Γερμανο-αιγύπτιας σκηνοθέτιδας Viola Shafik! Συγχαρητήρια αξίζουν και στους τρεις υπόλοιπους ηθοποιούς της παράστασης, την Δήμητρα Κούζα, την Ειρήνη Κότσιφα και τον Κωνσταντίνο Μωραΐτη, εφόσον δεν είναι και ότι πιο εύκολο να υποδύεται από τρία και τέσσερα πρόσωπα ο καθένας τους μέσα σε μιάμισι ώρα και όλα να κυλούν άψογα! Εν κατακλείδι, δεν ξέρω πως θα μου φαινόταν η θεατροποίηση μιας τόσο αγαπημένης μου - επαναλαμβάνω - ταινίας, αν δεν έπεφτε στα χέρια του Σίμου Κακάλα ή αν δεν βρίσκονταν οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί στη διανομή. Ό,τι είδα μού άρεσε, κατάφερε να με συγκινήσει και να με κάνει αυτή τη στιγμή να γράφω κάτι πού'χα ξαναγράψει στο κοντινό παρελθόν: Πολύ απλά η κεντρική ιδέα της ιστορίας του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ επαναλαμβάνεται και ο φόβος τρώει ακόμη τα σωθικά. Ας μείνουμε σ' αυτό κι ας το παλέψουμε όσο μπορούμε! 
 * Το έργο ''Ο φόβος τρώει τα σωθικά'' του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα ρίχνει αυλαία μεθαύριο, Κυριακή 12 Μαρτίου. Απομένουν τρεις τελευταίες παραστάσεις για απόψε, αύριο και την Κυριακή στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν - Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα). Τιμή εισιτηρίου: 10 ευρώ
 ** Στην παράσταση πήγαμε με την Ανδριάνα Μπάμπαλη που δεν είχε μια φωτογραφία μαζί με την Τάνια Τσανακλίδου και πολύ την ήθελε! ''Πες της το ότι εσύ θες φωτογραφία'' ενημέρωσα την Ανδριάνα, ''γιατί εμένα με πρήζει που όλο φωτογραφίες βγάζω''...Και η Τάνια μού το είπε πάλι: ''Άσ' τα αυτά, ρε, δική σου ιδέα είναι να φωτογραφηθούμε''. Τελικά, όμως, τη βγάλαμε μία φωτογραφία να την έχουμε για το αρχείο μας και να θυμόμαστε το πέρασμα μας από το ιστορικό υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης την 9η Μαρτίου του 2017, από τις 9 έως τις 11 το βράδυ.
Ντράπηκα που είχα σχέση με έναν άνδρα, ένα αγόρι, την ίδια ώρα που έβλεπα να 'χουν κρεμάσει τα μούτρα μου. Πηγή: www.lifo.gr
Ντράπηκα που είχα σχέση με έναν άνδρα, ένα αγόρι, την ίδια ώρα που έβλεπα να 'χουν κρεμάσει τα μούτρα μου. Πηγή: www.lifo.gr

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Ευστάθιος Δράκος: ''Στην Ελλάδα του σήμερα δε μπορείς να λες θα ψάξω μόνο το τι γίνεται μέσα μου και θ' αφήσω εκτός την κοινωνία''

Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου ήθελες να είσαι μουσικός;
Όχι στο πλαίσιο του ''τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις'', δεν το είχα κατά νου να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά η μουσική υπήρχε από την αρχή. Σα δουλειά άρχισα να το σκέφτομαι όταν μεγάλωσα κι έπρεπε να συμπληρώσω μηχανογραφικά. Όχι επαγγελματικά ακριβώς, μα επειδή έγραφα και έπαιζα μουσική από μικρή ηλικία, θεωρούσα ότι θα τό'χω ως πάρεργο, ως ψυχανάλυση αν θες. 
Τα τραγούδια πάντα δίνουν την αφορμή για ψυχανάλυση;
Πάντα δεν ξέρω, αλλά σε μένα ναι! Ειδικά τώρα που γράφω στα ελληνικά...Η μουσική δεν ξέρω κατά πόσο είναι ψυχαναλυτική, η διαδικασία όμως του να γράψεις ελληνικά λόγια και να εκφραστείς με ελληνική σκέψη σε βάζει αυτόματα σε μια τέτοια διαδικασία!
Πρόλαβες και μία ερώτηση που θα σ'την έκανα αργότερα. Δεν ήξερα ότι γράφεις κι εσύ ελληνικό στίχο. 
Ούτε κι εγώ τό'ξερα, μετά μού βγήκε. Όταν ήμουν πολύ μικρός έγραφα στην προσπάθεια τού να καταλάβω πως μπορεί να συνδεθεί ένας στίχος με τη μουσική, επειδή μου άρεσε πολύ να γράφω σε ελληνικά μέτρα, 7/8, 5/8, 9/8. Έπρεπε να εξοικειωθώ με τις ελληνικές λέξεις που είναι πιο μεγάλες και σύνθετες, έχουν περίεργους τονισμούς και όλο αυτό γινόταν στο πλαίσιο ενός τεστ απ' τη μεριά μου. Πολλά απ' αυτά δεν μου άρεσαν, ήταν σε πειραματικό στάδιο. Πολύ μετά, όταν έγινε ο δίσκος με τη Γαλάνη και άρχισα να τραγουδάω στα ελληνικά, το επιχείρησα κανονικά πια.
Ο Ευστάθιος Δράκος με το τρίχορδο μπουζούκι του συχωρεμένου του πατέρα μου...
Μιλάμε για μια πρόσφατη διαδικασία, λοιπόν.
Ακριβώς. Τον τελευταίο χρόνο προσπαθώ να γράψω στα ελληνικά σε φάση που να μπορώ να αποτυπώνω δικά μου πράγματα.
Άρα ο στιχουργός Νίκος Μωραΐτης δεν μπήκε στο project λόγω της αδυναμίας σου να εκφραστείς ελληνικά.
Του Νίκου απ' ότι κατάλαβα τού άρεσε η αγγλόφωνη δουλειά με τους Minor Project και ξεκινήσαμε έτσι να γράφουμε μαζί χωρίς να το πολυαναλύσουμε. Ξέρεις, γιατί να γράφω εγώ εδώ, εκεί αυτός κλπ. Δεν ξέραμε καν ότι το project θα τραγουδιόταν από μένα ή από τη Γαλάνη. Όταν είδαμε ότι κάποια τραγούδια ''φώναζαν'' για γυναικεία φωνή ή για ντουέτα αντρικής με γυναικεία φωνή, προέκυψε η Δήμητρα. 
Είσαι από την Εύβοια, σπούδασες όμως στην Πάτρα.
Σπούδαζα και σπουδάζω ακόμα μηχανικός υπολογιστών. 
Φαντάζομαι την επαφή που θα απέκτησες με την εκεί αγγλόφωνη σκηνή.
Προφανώς δε γεννήθηκα κι εγώ για να γράφω αγγλόφωνα τραγούδια. Η περίοδος στην Πάτρα ήταν σημαντική με όλα αυτά τα συγκροτήματα και τις μπάντες πέραν των Raining Pleasure που ''έφυγαν'' απ' την Πάτρα κι απ' την Ελλάδα ίσως. Υπήρχαν πάρα πολλά συγκροτήματα που εκφράζονταν στα αγγλικά και με πολύ ιδιαίτερο ήχο.
Πες μου μερικά απ' αυτά.
Οι αγαπημένοι μου ήταν οι Flakes, όπως και οι An Orange End. Κι άλλα βέβαια συγκροτήματα, φοιτητικά της Πάτρας, που μετά διαλύθηκαν, όπως οι The Place Within που ήταν το πρώτο σχήμα του Logout και που εγώ δεν έχανα συναυλίες τους στο πανεπιστήμιο.
Κι έτσι βγήκαν κι οι Minor Project!
Ναι, με φοιτητές από την Πάτρα. Οι τρεις ήμασταν κι από την ίδια σχολή κιόλας. Ξεκινήσαμε με μια συμμετοχή σε ένα άλμπουμ με διασκευές σε ρεμπέτικα και ακολούθησε το ''In colors''. 
Πόσο καταλυτικό ρόλο έπαιξε στην όλη σκηνή η επιτυχία των Rianing Pleasure;
Μεγάλο. Ήμασταν φίλοι με τα παιδιά και από κοινές παρέες εκτός των στούντιο. Ο παραγωγός μας, ο Σάκης Μπάστας, ήταν ο μπασίστας των Raining Pleasure. 
Και τι απόμεινε απ' τη σκηνή αυτή συγκροτικά με έναν ''οργασμό'' αγγλόφωνων συγκροτημάτων το διάστημα 2008 - 2012;
Καλά πήγε αυτή η σκηνή, πράγματι, αλλά τώρα νομίζω ότι όλοι έχουμε την ανάγκη να εκφράσουμε τις σκέψεις μας και όχι μόνο την αισθητική μας. Σαν ακροατής βλέπω πόσο παίζονται ακόμα αυτές οι μπάντες, αλλά αυτό που επίσης βλέπω είναι ότι πολλοί άνθρωποι που έγραφαν σε αγγλικό στίχο, όπως ο Σαμόλης, ο Λόλεκ και η Nalyssa, πλέον έχουν τη θέληση να αποτυπώσουν το τι ακριβώς έχουν στο μυαλό τους. Αυτό το ένιωσα πολύ τελευταία, βλέποντας τη συναυλία της Nalyssa Green, η οποία έγραψε στίχους που χαιρόμουν να ακούω. 
Τώρα με τον ελληνικό στίχο θα διευρυνθεί το κοινό σου;
Δεν ξέρω να σου πω, τώρα θα ξεκινήσω να τραγουδάω στη γλώσσα μου. Είναι λίγο παράτολμο να μιλήσω για τραγούδια και την απήχηση τους, που μόλις έχω γράψει.
Μια πρώτη αίσθηση θα ήθελα να μου πεις.
Δεν τα έχω πολυτραγουδήσει τα κομμάτια αυτά, ούτε καν στις παρέες μου. Τα φτιάχνω μαζί με τον παραγωγό μου ακόμα. Ελπίζω σαν ακροατής πάντως το ίδιο και με τα δικά μου τραγούδια να συμβεί, όπως δηλαδή παρατηρώ εγώ ανθρώπους που γράφουν μουσικές με δικά τους λόγια. Με τα αγγλόφωνα δε νομίζω να ίσχυε αυτό, αφού συχνά αφήναμε εκτός λέξεις που έχαναν δύναμη με το να τις έλεγες στα αγγλικά. Λέξεις που συνδέονται με την παράδοση και ταιριάζουν όμορφα με τους ελληνικούς ρυθμούς.
Γιατί, ενώ υπάρχει ενθουσιασμός για το project, μου φαίνεσαι μονίμως ανόρεκτος; Έχω άδικο;
Όχι, η αλήθεια αυτή είναι. Δεν είμαι ακριβώς ανόρεκτος, όμως η ηδονή μου όλη εξαντλείται στο όταν γράφω. Σκέφτομαι πολύ το μετά, το τι κάνω, ξεπερνώντας τον ενθουσιασμό μου. Ίσως δείχνω και κουρασμένος, γιατί τώρα έχω την εξεταστική και πολλά πράγματα να μου τρώνε το κεφάλι. Όλοι κάνουμε πολλά πράγματα για να καλύψουμε βαθύτερες ανάγκες, πόσο μάλλον όταν υπάρχει και το άγχος του βιοπορισμού.
Αν σε ρωτούσα ποια είναι η δική σου βαθύτερη ανάγκη απ' τη μουσική;
Δεν τό'χω αναλύσει και τώρα καταλαβαίνω τις εμμονές που έχω με τη ζωή. Βλέπω ότι μου αρέσει πολύ να γράφω για έρωτες, κάτι που δεν μου έβγαινε με τον αγγλικό στίχο. Μιλάω επίσης για καταπίεση, για την ελευθερία που μας λείπει. Πως να το πω, μιλάω με τον ελληνικό στίχο, όπως θα μίλαγα με ένα φίλο. Αν έγραφα ένα γράμμα σήμερα, θα το έφτιαχνα τραγούδι και να σου πω την αλήθεια δεν έχω δοκιμάσει και κάτι άλλο. 
Πως αισθάνεσαι σαν μέλος της μουσικής βιομηχανίας;
Δεν ξέρω πως είναι, ούτε νιώθω ότι κάτι άλλαξε από τότε που δούλευα με τους Minor, πριν πέντε - έξι χρόνια. Απλά τότε δεν ξέραμε αν τα κομμάτια μας θα ακούγονταν πέραν του φιλικού μας κύκλου στην Πάτρα. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι πλέον αυτά που γράφω θα τα ακούσουν και περισσότεροι άνθρωποι, τίποτα άλλο. Δεν έχω επηρεαστεί στο πώς γράφω δηλαδή.
Θα φοβόσουν μήπως σε καταπιεί αυτή η μουσική βιομηχανία;
Όχι, γιατί η σχέση μου ενδυναμώθηκε μετά τη δουλειά με τη Δήμητρα και με τη ΜΙΝΟΣ. Ήταν το πιο ανθρώπινο πράγμα που μου συνέβη ποτέ, αφού η συνεργασία με τη Δήμητρα κύλησε άψογα, ενώ και όποιες δουλειές κλείνονται, συνεννοούμαι με την εταιρεία πρώτα. Δε βγήκα δηλαδή από μία κατάσταση για να μπω σε μιαν άλλη. Έτσι γίνεται και με τη ζωή μου, γι' αυτό και είμαι ήρεμος. Μου άρεσαν τα πριν δεδομένα και τα προσάρμοσα στα τωρινά.
Ποια είναι αυτά τα δεδομένα; Το νά'σαι ένα νέο παιδί με τους φίλους, τους έρωτες και τις βόλτες σου;
Αυτά όλα συν του ότι κάνουμε μουσική για να μας προκαλεί χαρά, προβληματισμό, διάθεση για χορό. Ίσως τώρα αλλάζουν τα διαδικαστικά πράγματα, να βγαίνεις από ένα μικρό κοινό, χωρίς αυτό να σου ορίζει τη ζωή σου.
Αν κι έχει γίνει καραμέλα η φράση ''επίγονοι του Χατζιδάκι'', εσύ έχεις δηλώσει πως δεν είχες ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική του.
Είχα την κλασική σχέση του μέσου Έλληνα ακροατή. Δεν επηρεάστηκα σε μεγάλο βαθμό, αν και όντως πιάνω τον εαυτό μου να έχει αναφορές σ' αυτόν, όπως και στον Λοΐζο. Σε ελληνικά πράγματα που γράφω, νομίζω πως είμαι πολύ πιο κοντά στον Λοΐζο απ' ότι στον Χατζιδάκι.
Μεγάλωσες με Μάνο Λοΐζο;
Τον άκουγα περισσότερο και πολλά τραγούδια του τά'χω συνδέσει πολύ με την παιδική μου ηλικία. Μελωδίες από το σχολείο, ''Ο δρόμος'', το ''Ακορντεόν'', ''Η μέρα εκείνη δεν θ' αργήσει'' που το τραγουδάμε και μαζί με τη Δήμητρα. Η σταθερότητα των μελωδιών του μού άρεσε πάρα πολύ! 
Μεγάλωσες επίσης σε ένα σπίτι που δεν ακούγατε και Λοΐζο απ' το πρωί ως το βράδυ.
Δεν ήταν ότι καθόμασταν και το ψάχναμε πολύ και αργότερα που μπήκα σε σπίτια φίλων και είδα πολλά βινύλια, κατάλαβα τι άκουγαν με τις οικογένειες τους. Εμείς δεν το κάναμε πάρα πολύ αυτό και δεν το λέω σα γκρίνια τώρα...
Κάθε άλλο, αφού το δίσκο των Minor Project τον αφιέρωσες ''στο μπαμπά και τη μαμά''.
Οι δικοί μου χαίρονται πάρα πολύ με την πορεία μου. Με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ ούτως ή άλλως, η μισή δουλειά είναι δική τους. Δεν προέρχομαι από καμιά μεγαλοαστική οικογένεια, το αντίθετο θα έλεγα, ήμασταν μια μέση οικογένεια της επαρχίας, όμως εγώ δε θα μπορούσα νά'χω βγάλει το ''In Colors'' χωρίς τη στήριξη των γονιών μου. Στην ουσία ήταν οι παραγωγοί του δίσκου κι εγώ μια ζωή ήξερα πως ότι τους ζητούσα, θα μου το έκαναν χωρίς πολλές - πολλές ερωτήσεις. Ήθελα να πάω καράτε, ξέρω γω, δέκα ετών βλαμμένο, και μου το έκαναν, ξέροντας ότι θα μου έδινε αυτό ένα συν στη ζωή μου. Πήγαινα ζωγραφική επίσης σε σχολή του Μυταρά στη Χαλκίδα, με στήριζαν πάντα. Έτσι, τους έπιασα και τους είπα ότι ήταν σημαντικό να γινόταν ένας δίσκος, αφού πίστευα πως θά'χει δυνατότητες εξέλιξης. Τους το χρωστάω πολύ όλο αυτό.
Έχεις αδέρφια;
Ναι, είμαστε τρίτεκνη οικογένεια.
Ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που του παίζεις συνήθως τα τραγούδια σου;
Συγκατοικώ με μια καλή μου φίλη, επομένως όταν ακούει κάτι, λέει ''Α, το ξέρω αυτό, το τραγουδάς τόσες μέρες στο σπίτι'' (γέλια). Στους Minor, επίσης, στέλνω αμέσως ότι φτιάχνω, παρότι τώρα ένας είναι στην Πάτρα, ένας στο Λονδίνο κι ένας στην Αθήνα. Τους έρχεται ένα αρχείο σε email που λέει ''Ακούστε το''!
Τι ήταν αυτό που έκανε τη Γαλάνη ιδανική ερμηνεύτρια των τραγουδιών σου;
Η Γαλάνη, παρά το εκτόπισμα που έχει, είναι η μοναδική που μπορεί να τραγουδήσει μελωδίες με κλασικές γραμμές. Ένα στοιχείο της που μου αρέσει πολύ είναι το ότι όταν τραγουδάει κάποια κομμάτια, την ενδιαφέρει το πως υπάρχει ο λόγος μεσ' στο τραγούδι, να το ''μιλάει'' δηλαδή πριν το τραγουδήσει.
Χρειάστηκε να τη ''διδάξεις'' στο στούντιο ή αφέθηκες πάνω της;
Υπήρχε αλληλεπίδραση πάνω σ' αυτό, δεν έμαθε κάτι ο ένας τον άλλον. Είχαμε αφεθεί τόσο και οι δύο, ώστε όταν θέλαμε να προτείνουμε κάτι, εκείνη έλεγε πως ο κάθε δημιουργός ξέρει και πως να αποδοθούν τα τραγούδια του, στοιχείο που υπήρχε στα κομμάτια μου απ' τα demo. Η Δήμητρα ήταν και πολύ ανοιχτή, ναι μεν ήξερε καλά, αλλά ήθελε και τη δική μου αίσθηση από τα κοινά μας τραγούδια. 
Που εντάσσεις αισθητικά τον εαυτό σου;
Δε μπορώ να το κάνω, μια και είμαι στην αρχή μου. Γράφω τώρα και εντάξει, δεν έγινε και τίποτα επ' αυτού, επειδή βγήκε ο δίσκος με τη Γαλάνη και ένα κομμάτι, η ''Εκδρομή'', ακούστηκε πολύ και γρήγορα κιόλας. Δε μπορώ να με εντάξω κάπου, αν σκεφτείς ότι τον προηγούμενο χρόνο πειραματίστηκα με την ηλεκτρονική μουσική. Παλιότερα έκανα γαλλόφωνα κομμάτια, μετά πήγα στην ποπ και σε παλιά κλασικά ελληνικά πράγματα. Τώρα είναι η αρχή μου, παρόλο που έγραφα indie pop κομμάτια από παλιά. Ίσως με ενέταξαν στην indie pop σκηνή, λόγω Minor, αλλά δεν θα ήθελα να μείνω εκεί, αφού αυτό έδειχναν πάντα οι δραστηριότητες μου. 
Ωστόσο, ποιες είναι οι προτιμήσεις σου από το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι;
Αγαπώ πολύ τον Σαββόπουλο και τη Δήμητρα σαν ερμηνεύτρια, όπως την έζησα από παιδί με τα τραγούδια της. Ακούω και παρακολουθώ πολύ και τη νέα σκηνή, την ελληνική αντεργκράουντ - αν μπορείς να την πεις αντεργκράουντ, γιατί πια έχει ''ανέβει'' και δεν το λέω για κακό. Με θυμάμαι στην Πάτρα να ακούω τους Modrec και τους Flakes, η Κατερίνα Duska είναι πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτέχνιδα επίσης, η Σμαράγδα που τυχαίνει νά'ναι και φίλη μου και ματώνω όποτε ακούω τα κομμάτια της, πράγματα που τα ακούω και κολλάω. Με το ελληνικό έντεχνο - λαϊκό τραγούδι δεν έχω ιδιαίτερη σχέση, ότι ακούω από το ραδιόφωνο μόνο.
Σίγουρα θα σε έχεις ακούσει από το ραδιόφωνο. Πες μου την αντίδραση της πρώτης φοράς.
Ήταν λίγο αστεία η πρώτη φορά, αφού άκουσα τραγούδι από demo των Minor μια μέρα που έβαφα. Δε φαντάζομαι καν το λόγο μετάδοσης του συγκεκριμένου τραγουδιού. Σκάλωσα πολύ, αλλά δεν ασχολήθηκα μετά. Απλά χαίρομαι. Λογικό.
Μίλησε μου λίγο για τη Monika, αν υποτεθεί πως η επιτυχία της συμπαρέσυρε και άλλα αγγλόφωνα συγκροτήματα.
Δεν συμπαρέσυρε ακριβώς τα συγκροτήματα, παρέσυρε ανθρώπους που μέχρι τότε μπορεί να μην άκουγαν αγγλόφωνα. Άνθρωποι που άκουγαν mainstream ραδιόφωνα, μεγαλύτεροι ηλικιακά, έμαθαν τη Monika κι έτσι κάποιοι παραγωγοί είπαν ''Ας δώσουμε λίγο χώρο και στο αγγλόφωνο''. 
Δε θεωρείς ότι έγινε μια κατάχρηση της κριτικής και μιας υπερπροβολής των αγγλόφωνων καλλιτεχνών από τα μέσα, λες κι εδώ γίναμε ξαφνικά Λονδίνο και Νέα Υόρκη; Επιλέον έτσι, καλλιτέχνες που ''μιλούσαν'' ελληνικά πέρασαν σε ενός είδους αφάνεια παρά το ότι ήταν δημιουργικοί ακόμα...
Με την κριτική και με το τι προβάλλεται, δεν έχω ιδιαίτερη σχέση, αφού αυτά που άκουγα δεν ήταν για να μου τα πλασάρει κάποιος ''στο πιάτο''. OK, έμαθα και τέτοια, λόγω της υπερπροβολής, αλλά απ' την άλλη, άνθρωποι σαν τον Αλκίνοο ή τον Περίδη, αν μιλάς γι' αυτούς, δεν θα εντάσσονταν σε όλο αυτό. Μπορεί να μην ακούστηκαν πολύ οι τελευταίες δουλειές τους, όσο άλλα ποπ πράγματα, αλλά νομίζω πως η τέχνη θέλει το χρόνο της. Καλή η στιγμή, καλό το viral, αλλά το πέρασμα του χρόνου και το τι μένει είναι ο καταλληλότερος κριτής. Έχει σημασία να βλέπουμε την αξία κάποιων έργων κοιτώντας πίσω και υπό αυτή την έννοια δεν ασχολούμαι με το τι ''πήγε καλά'' το 2017 ή αν ακούστηκε πολύ το δικό μου τραγούδι - δεν ισχύει ότι θά'ναι και απαραιτήτως καλό τραγούδι. Η καλή δουλειά είναι η κλασική. Σε δέκα χρόνια από τώρα θα κοιτάξω κι εγώ στα τραγούδια του Αλκίνοου, της Monika ή τα δικά μου και θα δω πόσο όρισαν ηχητικά εκείνη την τάδε εποχή. Τώρα απλά ακούμε τι παίζουν δέκα σταθμοί και τι γράφουν δέκα κριτικοί. Αυτή είναι η δουλειά των κριτικών, να προτείνουν νέα πράγματα. Ο Αλκίνοος τώρα και ο Περίδης είναι αυτοί που είναι, έχουν τη δυναμική τους να παρουσιάζουν στο κοινό τους τα έργα τους και να συνεχίζουν να αγαπιούνται. Το ότι επίσης βγήκαν καλά πράγματα την περασμένη δεκαετία, καλό είναι κι αυτό. 
Προς τιμήν σου που τα λες έτσι. Θα σε χαρακτήριζες προσγειωμένο άνθρωπο;
Σε τέτοια θέματα είμαι. 
Σ'το αναγνωρίζουν οι δικοί σου άνθρωποι;
(σκέφτεται) Καλά, οι δικοί μου άνθρωποι μού αναγνωρίζουν και τα καλά και τα κακά.
Είναι σωστό ένας άνθρωπος να δέχεται έναν άλλον όπως είναι;
Ή να τον δέχεται ή να μην τον δέχεται. Δε μπορούμε να ταιριάζουμε όλοι με όλους και μένα ο φιλικός μου κύκλος είναι πέντε - δέκα άνθρωποι. Βάζω και τους κοντινούς μου συνεργάτες μέσα, αφού για μένα φιλία και συνεργασία είναι αλληλένδετα. Αυτοί θα μπορούσαν να με δεχτούν όπως είμαι. Απ' την άλλη, οι πιο δικοί μου άνθρωποι δεν έχουν σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο. 
Καλύτερα, γιατί γλιτώνεις και τους ανταγωνισμούς έτσι. Σχέσεις διαλύονται, γάμοι ολόκληροι, λόγω ανταγωνισμών.
Δεν τό'χα ποτέ αυτό, γιατί δεν είχα και απωθημένα. Ότι ήθελα να κάνω τό'κανα αμέσως χωρίς να με νοιάζει αν θα ''πάει'' ή το αντίθετο. Ακόμα και τώρα με νοιάζει να γίνει κάτι κι άπαξ και γίνει, κοιτάω μόνο μπροστά. 
Υπάρχουν κομμάτια σου που είναι προϊόντα εκρήξεων θυμού;
Βασικά δεν υπάρχει τραγούδι μου που να αποτυπώνει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Ακόμα και η χαρμολύπη που γράφτηκε ότι υπάρχει στους Minor Project, υπάρχει σε όλα μου τα κομμάτια, όπως και σε όλα τα συμβάντα της ζωής μας. Τα κακά πράγματα σε στενοχωρούν, τα καλά σε χαροποιούν κι όλα αυτά μπλέκονται μεσ' στα τραγούδια. 
Θα δήλωνες πολιτικοποιημένος;
Όχι.
Καθόλου;
Καθόλου.
Το αποφεύγεις;
Δεν μου έχει προκληθεί η ανάγκη αυτή. Το να διαβάζω και να σκέφτομαι υπήρχε έτσι κι αλλιώς από παλιά. Με την πολιτική δεν έχω καμία σχέση.
Ένα ερωτικό μπορεί ενίοτε να ακουστεί και ως πολιτικό τραγούδι.
Εξαρταται τι εννοούμε πολιτικό. Όταν εκφράζομαι ελληνικά, σαφώς και με απασχολούν κοινωνικά ή ακτιβιστικά θέματα. Το πως θα αποτυπωθούν με στίχους είναι ένα στοίχημα που έβαλα με τον εαυτό μου, γιατί OK, καλοί είναι κι οι έρωτες, καλές κι οι εσωτερικές αναζητήσεις, αλλά πρέπει νά'χουν κάποια βάση. Στην Ελλάδα του σήμερα δε μπορείς να λες θα ψάξω μόνο το τι γίνεται μέσα μου και θ' αφήσω εκτός την κοινωνία, είναι λανθασμένος αυτός ο τρόπος προσέγγισης. 
Μιλάς σωστά, δεν αναφερόμουν σε κομματικό τραγούδι, αλίμονο!
Όχι, τότε, όντως, θά'θελα να συνδέσω την πηγή της καλλιτεχνικής μου δημιουργίας με το τι γίνεται γύρω μου.
Τι θα ήθελες να άλλαζε στην κοινωνία;
Φαντάζομαι ότι μιλάς γι' αυτό που μας επηρεάζει γύρω μας, το κοντινό μας. Όχι ότι το μακρινό δε μας επηρεάζει...
Ναι, δεν εννοώ να πούμε για τον Ντόναλντ Τραμπ!
Το κατάλαβα. Θα ήθελα όλοι να είμαστε πιο θετικοί σαν άνθρωποι, ότι δηλαδή έκανα εγώ με τον εαυτό μου τον ίδιο για να περνάω καλά, προσπαθώντας να βρω σε όλα, ακόμη και στα πιο στενόχωρα πράγματα, κάτι θετικό. Το internet μας έχει κάνει να εκφέρουμε ταχύτατα άποψη για όλα χωρίς να το σκεφτούμε πρώτα. Λείπει να είμαστε χαλαροί, να παίρνουμε την πληροφορία από γύρω μας, χωρίς να βγάζουμε γρήγορα και αβασάνιστα συμπεράσματα. Έτσι, με το να ξέρουμε πως ότι λέμε δεν είναι και το απόλυτο, γινόμαστε πιο ήρεμοι και αποφεύγουμε τις εκρήξεις θυμού, που έλεγες πριν.
Όντως, φταίει το internet γι' αυτό που περιγράφεις.
Εμείς φταίμε, κανείς άλλος!
Πώς, με το internet δόθηκε δημόσιο βήμα κυριολεκτικά στον κάθε πικραμένο.
Το βήμα υπάρχει και σε σένα και σε μένα. Το νά'χεις αυτοσυγκράτηση και να ξέρεις ότι είσαι ένας άνθρωπος μέσα στα επτά δισεκατομμύρια ολόκληρου του πλανήτη, είναι πολύ μεγάλο θέμα. Καλό είναι να εκφράζουμε ότι θέλουμε, αλλά καλό είναι και να συνειδητοποιούμε ότι άλλοι άνθρωποι επηρεάζονται κάπου από εμάς, είτε εκούσια, είτε ακούσια. Γενικά, προτείνω να χαλαρώσουμε.
Η απορία μου έχει να κάνει τώρα με τη συνειδητότητα που σε χαρακτηρίζει.
Δεν πήγα ποτέ σε ψυχολόγο, αλλά έχω φτάσει σε σημείο να τσακωθώ με ανθρώπους που αγαπώ πάρα πολύ, λόγω παρορμητισμού και αυθορμητισμού. Δεν είχα την τάση να ακούω προτού κρίνω. Έγινε μία, έγινε δύο, έγινε τρεις, ε μετά κατάλαβα ότι η αυτοσυγκράτηση είναι σοβαρότατο θέμα. Τι κάνεις λοιπόν για ν' αλλάξει αυτό, όταν δε μπορεί με τίποτα να αλλάξει ο κόσμος όλος; Αλλάζεις μικρά πράγματα στον εαυτό σου και τα πάντα διορθώνονται μαγικά. 
Υπέρτατη λύση, λοιπόν, η αυτογνωσία;
Γενικά το ''Αυτό'', κανένας άνθρωπος δεν είναι 100% μαλάκας και κανένας δεν είναι 100% άγιος. Όλοι στη φάση που βρισκόμαστε τό'χουμε χάσει από την πολλή επικοινωνία με τον κόσμο γύρω μας και δίπλα μας. Το βλέπω σε καθημερινή βάση αυτό, από το πως θα τσακωθείς στο δρόμο με το αυτοκίνητο ή το πως θα συνομιλήσεις με κόσμο άγνωστο στο internet.
Οδηγείς;
Οδηγώ, ναι, φανατικά. 
Με το αυτοκίνητο σου ήρθες για τη συνέντευξη;
Ναι, έψαχνα πολύ για να παρκάρω στην περιοχή σου.
Σε κουράζει απ' ότι κατάλαβα ο εαυτός σου μεσ' στην πολλή συνάφεια του κόσμου, που λέει κι ο ποιητής;
Όχι, μου αρέσει πάρα πολύ, θα έλεγα! Η συναναστροφή με πάρα πολύ κόσμο στα live είναι ότι καλύτερο έζησα και ζω από την ώρα που ξεκίνησα. 
Απολαμβάνεις να δέχεσαι τα καλά λόγια συναδέλφων και αγνώστων, που έρχονται κοντά σου;
Πάρα πολύ μεγάλη ήταν η σχέση μου με μουσικούς απ' την πρώτη στιγμή που ήρθα στην Αθήνα. Θεωρώ ωραία φάρα τους μουσικούς, είναι άνθρωποι ως επί το πλείστον φίλοι και συνεργάτες που πάντα έχω το θάρρος να ζητήσω τη γνώμη τους. 
Πες μου πως ακριβώς γράφτηκε το ''Βαλς των χαμένων μετά''. Έρχονταν οι στίχοι κι έβαζες μετά τις μουσικές;
Κυρίως έγραφα πρώτα τη μουσική με μία αίσθηση instrumental, κινηματογραφική περισσότερο, και μετά έμπαινε ο Μωραΐτης κι έγραφε πάνω στις μελωδίες. Μετά τα ξαναδούλευα ως τραγούδια. Εξαιρείται μόνο το ''Ευτυχισμένοι άνθρωποι'', ένα κείμενο του Νίκου, που μου άρεσε πολύ και το μελοποίησα. Στο δίσκο μπήκε και το demo του συγκεκριμένου τραγουδιού εκτός από τη βερσιόν με τη Δήμητρα.
Στο Gazarte θα ακούσουμε ολόκληρο το άλμπουμ ''ζωντανά'';
Στο Gazarte καταρχάς παίζουμε με τους μουσικούς της Δήμητρας πού'ναι όλοι τους εξαιρετικοί. Το πρόγραμμα είναι της Δήμητρας με τα πολύ γνωστά και αγαπημένα τραγούδια της και εγώ θα βγαίνω σε κάποια σημεία σαν guest, ας πούμε, δικός της. Δε θα παίξουμε ολόκληρο το άλμπουμ, αλλά τα πιο χαρακτηριστικά του κομμάτια. Θα λέω και Χατζιδάκι, το ''Dedication'' από τα ''Reflections''. 
Βγάζεις λεφτά από τη δουλειά σου;
Ναι, βγάζω πλέον. Μη φανταστείς ότι τά'χω κονομήσει, γιατί μ' αρέσει να κάνω λίγα πράγματα. Απλά χαίρομαι που μπορώ να βιοπορίζομαι από τη μουσική χωρίς να σκέφτομαι το οικονομικό κομμάτι όπως παλιά. 
Η σχέση σου με το χρήμα;
Είναι διαδικαστική. Νά'χουμε για να κάνουμε αυτά που θέλουμε. Αλίμονο αν από τα 27 μου ήταν στόχος ζωής μου το χρήμα! Και μόνο το να ζούμε χαλαρά με το χρήμα έξω απ' το μυαλό μας, θα ήμασταν ευτυχισμένοι.
Πες μου ένα ταξίδι που θα ήθελες πολύ να κάνεις.
Κάνω ταξίδια τα τελευταία χρόνια με μόνιμους προορισμούς το Βερολίνο και το Λονδίνο. Ειδικά στο Λονδίνο έχω πολλούς φίλους που χαίρομαι να τους συναντάω. Το Βερολίνο, πάλι, είναι μια πολη που με χαλαρώνει. Πήγα πέρσι πρώτη φορά κι άλλες δύο αμέσως μετά. Ησυχαστήριο μου θα χαρακτήριζα το Βερολίνο και δεν μου αρέσει να γυρίζω για να γνωρίζω τον κόσμο. Το ίδιο και με την Άνδρο που πηγαίνω σταθερά τα τελευταία εφτά χρόνια. 
Ευστάθιε, σ' ευχαριστώ, δεν έχω κάτι άλλο να σε ρωτήσω.
Μα ήδη είπαμε πάρα πολλά, τι θα τα κάνεις όλα αυτά; Σ' ευχαριστώ!
 * Ο Ευστάθιος Δράκος θα εμφανιστεί στο πλάι της Δήμητρας Γαλάνη σε έναν κύκλο παραστάσεων για όλες τις Δευτέρες του Μάρτη στο Gazarte